Τρίτη, Νοεμβρίου 05, 2013

ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ



           Βράδιαζε, όταν το POLO της Μαρίζας μπήκε στο χωριό. Στρίγκλισαν  τα φρένα ,στην προσπάθειά της να μην χτυπήσει την καφετιά  γάτα, που πετάχτηκε μπροστά στις ρόδες. Καμιά δεκαριά κεφάλια, απ´ την καφετέρια-καφενείο με την pop σκυλάδικη μουσική , γύρισαν απότομα  προς το μέρος τους ,για να συνεχίσουν αμέσως μετά  ότι έκαναν. Χαρτιά , τάβλι, κουτσομπολιό κι άλλα δημιουργικά της επαρχίας.Τα πέντε παιδιά της παρέας, "παιδιά " τριαντάρηδες , στριμωγμένα  στο σπορ  αυτοκινητάκι της Μαρίζας, ήρθαν στο χωριό της από την Αθήνα , για το Σαββατοκύριακο. Ένας ακόμα, που δεν χωρούσε στο αμάξι , θα καταφθάσει σε λίγο με το ΚΤΕΛ.
           Το σπίτι κλειστό, σκοτεινό και κρύο. Άνοιξαν τα  παράθυρα, μοσχοβόλησε ο χώρος θυμάρι και βασιλικό. Απλώθηκαν τριγύρω ακατάστατα τα σακ βουαγιάζ, γέμισε ο τόπος νιάτα ομορφιά    γέλια. Το αγόρι της Μαρίζας , προσφέρθηκε να φτιάξει " καρμπονάρα" , υπήρχαν όλα τα   χρειαζούμενα - είχαν φροντίσει οι γονείς - απλώθηκαν στον πάγκο , κατσαρόλες και τηγάνια,  γκρίνιαζε η Μαρίζα για την ακαταστασία. Αμάν βρε Λεωνίδα !  Πρόσεξε και λίγο , τι τσαπατσούλης    που είσαι!                          
Έκανε ψυχρούλα στη βεράντα, τελευταίες μέρες του Οκτώβρη, αλλά με το φαγητό και το κρασί,    κανείς δεν κρύωνε. Ήταν μία ζωντανή, ολόδροση , ξένοιαστη παρεούλα, που ήρθε στην εξοχή να   ξεκουραστεί. Να ξεκουραστεί από τί ;  Αφού από τους έξι τους, οι δύο είχαν δουλειά , κι όχι μόνιμη  και καλοπληρωμένη. Οι δύο που ήταν συνάδελφοι στην Εθνική Τράπεζα , συμβασιούχοι του  οκτάμηνου, με αβέβαιη  εξέλιξη και αβέβαιο μέλλον. Με πτυχία στα Οικονομικά , μεταπτυχιακά και ξένες γλώσσες. Οι υπόλοιποι, δύο πολιτικοί μηχανικοί , ένας αρχιτέκτονας, μία φιλόλογος  όλοι  άνεργοι . Νέοι άνθρωποι με όνειρα χωρίς αντίκρυσμα , με τσαλακωμένες προσδοκίες και σβησμένες  ελπίδες . Κι όμως, διασκέδαζαν με ανεξήγητη ανεμελιά , η κάθε μέρα να φεύγει μετά την άλλη, όπως όπως κι όπως κάτσει. Παραίτηση χωρίς αγώνα, ήττα χωρίς μάχη. Σαν τα αδέσποτα του δρόμου με  χρήματα που βρίσκουν από δώ κι από κει , κάτι οι συγγενείς, κάνα ιδιαίτερο μάθημα, κάνα   ντιλίβερυ.Κι αν  προκύψει καμία εκδρομούλα, καληώρα, που δεν χρειάζεται να πληρώσεις, γιατί όχι;
      Κανόνισαν πώς θα κοιμηθούν. Το ζευγάρι στην κρεββατοκάμαρα , κι οι άλλοι, φίλοι από παλιά,   όλοι μαζί αγόρια , κορίτσια σε καναπέδες και ράντζα. Τα γέλια και τα πειράγματα, κράτησαν ως  αργά, λίγο πριν το χάραμα, ακόμα κι όταν έκλεισαν τα φώτα κι η μουσική σταμάτησε. Κανείς τους  δεν ήταν προβληματισμένος, ή αγχωμένος, ή ανήσυχος για το μέλλον, Τώρα περνάμε καλά.  Διασκεδάζουμε , χαβαλεδιάζουμε, η ζωή είναι ωραία. Αργότερα; Θα δούμε. Κάτι θα γίνει. Ως τώρα  τα κανόνιζαν οι γονείς. Από εδώ και πέρα το κράτος. Δεν μπορεί. Θα φανεί ο  σωτήρας , που θα  τακτοποιήσει το Χρέος, τα μνημόνιο, τα δάνεια, την ανάπτυξη, το πρωτογενές πλεόνασμα. Άλλωστε,  
  είμαστε Ευρώπη. Δεν θα μας αφήσουν να πεινάσουμε.
  Έτσι γλυκά, τους πήρε ο ύπνος. Μονάχα η Χαρούλα, στο βάθος , έμεινε να κοιτάζει ξάγρυπνη το  ταβάνι. Είμαι 32. Αν του χρόνου δεν βρώ ιδιαίτερα; Πρέπει να ψάξω και για κάνα φροντιστήριο. Δεν βαριέσαι. Λίγα, όσα μου δώσει. Θα παντρευτώ; Μπά , δεν το βλέπω. Παιδί;  Μάλλον όχι. Δεν  βαριέσαι. Δεν με πήραν και τα χρόνια. Τι να φορέσω το πρωί; Θα κάνει κρύο; Και χασμουρήθηκε  ενώ βασίλευαν τα καστανά μεγάλα μάτια της......

Δευτέρα, Αυγούστου 26, 2013

ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ; ΘΥΜΩΣΕΣ;;;

     
                Στο χωριό της ήταν ήσυχα. Το πατρικό της στην πλαγιά, με θέα τη θάλασσα,μέσα σε ένα καταπράσινο κτήμα , δεν της ανήκε.Ούτε μια τόση δα σπιθαμή του. Ερχόταν όμως τα καλοκαίρια, φιλοξενούμενη του ανιψιού της, που το κληρονόμησε από τον παππού του και πατέρα της. Στα 89 της τα κατάφερνε ακόμα μόνη, τα καλοκαίρια ,να παίρνει το πλοίο από τη Ραφήνα, μετά το λεωφορείο, μετά το ταξί και να φτάνει στο σπίτι, στην αδερφή της, έτσι ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, όπως παλιά, τότε που δεν υπήρχαν τηλέφωνα κι οι σχέσεις ήταν πιο απλές..                                                                       Τότε, που στα 23 της, η μάνα της, της έδωσε για άντρα, χωρίς να την ρωτήσει , τον "ευκατάστατο" έμπορο από την Αθήνα, που την περνούσε ολόκληρα 25 χρόνια και που μετά τον αντιπαθούσε , γιατί της έφαγε την προίκα!!!! Αυτή η καλή μάνα, μέσα σε αυτήν την αντιπάθεια ,συμπεριέλαβε και την κόρη της, θεωρώντας την συνυπεύθυνη!!!!  Έτσι το επαρχιωτάκι, άβγαλτο κι απονήρευτο, έφυγε από το χωριό όπως το διέταξαν, γιατί ήταν γραμμάτιο προς εξόφληση  , γλυτώνοντας τις δουλειές στο  χωράφι από τα 11 του και προσδοκώντας καλύτερες μέρες,. Η ζωή της στην Αθήνα, συνεχίστηκε με παιδιά, φτώχεια, δουλειά, θανάτους.... Ποτέ δεν ενσωματώθηκε με τη ζωή της πρωτεύουσας , ήταν και η διαφορά ηλικίας που είχε με τον άντρα της και η ζήλια του ίσως....Ακόμα τώρα, τα πανέμορφα μεγάλα πρασινωπά μάτια της, κοιτάζουν γύρω με απορία, γιατί αυτό, γιατί εκείνο;;; Ερωτήσεις που γυρεύουν απάντηση ,από τα παιδιά και τα εγγόνια της. Ποιος έχει τη διάθεση συνέχεια να της απαντά;;
            Στο χωριό όμως είναι ευτυχισμένη.Κι ας μην της μιλάνε πολύ, γιατί είναι βαρύκοη  και κουραστική... Έχει και τον ανιψιό που υπεραγαπάει, ποιος ξέρει, ίσως της θυμίζει το παιδί που έχει χάσει, ίσως γιατί της φέρεται καλά ..Δεν νοιώθει αδικημένη που δεν της ανήκει τίποτα εκεί, της αρκεί που μπορεί να βρεθεί ξανά στο πατρικό της, να κοιμηθεί στο παλιό κρεββάτι, να χαϊδέψει τα παλιά έπιπλα,  να μυρίσει το θυμάρι που μόνο εκεί μυρίζει τόσο όμορφα, να ανάψει κεράκι στην εκκλησία του χωριού , να χαζέψει τα ψαροκάϊκα από τη βεράντα όπου κάθεται μόνη ως αργά τα βράδια, παρέα με τις αναμνήσεις της ......Δεν βαριέσαι... Σάμπως παίρνει κανείς τίποτα μαζί του;  Κι αν κάποιος παλιός γείτονας της μιλήσει γι' αυτό, τον βάζει στη θέση του, μήπως αυτή ήταν  η μόνη αδικία που έχει υποστεί,  να κι ο άντρας της που  πέθανε υπέργηρος , ξέχασε να την συμπεριλάβει στη διαθήκη του !  Μαθημένο το γέρικο κορμί από φουρτούνες, θαλασσοδαρμένο καράβι, κι ακόμα αντέχει.
        " Πόσο καιρό είσαι εδώ; " τη ρώτησε βλοσυρά ένα βράδυ ο ανιψιός , από την πόρτα, με το που  μπήκε και την αντίκρισε . "Μια βδομάδα είμαι" του απάντησε φοβισμένα." Και πότε θα φύγεις; γιατί θέλω να φιλοξενήσω φίλους"  επιμένει. Η γιαγιά έμεινε αποσβολωμένη. Στράφηκε προς την αδερφή της για βοήθεια, αλλά εκείνη κοιτούσε αλλού.  " Εγώ παιδί μου αν θέλεις, φεύγω και αύριο το πρωϊ , είμαι αυτόνομη"  Κόμπιασε ο ανιψιός." Ε , δεν είπαμε και αύριο." "Καλά ,θα σου πω το πρωϊ . " απάντησε γενναία η γιαγιά και πήγε για ύπνο. Δεν είχε διάθεση απόψε να χαζέψει τ΄αστέρια. Να φύγω, μα τα παιδιά είναι σε διακοπές και θ' αναγκαστούν να γυρίσουν πίσω.....Σκεπτόταν τη νύχτα και που να της κολλήσει ύπνος..." Να μείνω λίγες μέρες ακόμα, ως τον Δεκαπενταύγουστο" του είπε παρακλητικά το άλλο πρωί,  ενώ η γάτα τριβόταν στα πόδια της, κι ο ανιψιός την κοίταξε  για πρώτη φορά στα μάτια.. " Θύμωσες; δεν μ' αγαπάς πια;;;;" "Και βέβαια σ' αγαπάω" απάντησε η γιαγιά κι αυτός την ίδια μέρα εξαφανίστηκε, το ίδιο απότομα όπως είχε έρθει.Τι να κάνει εκεί, με τις δυο γριές αδερφές, να τον πρήζουν...
        Φαίνεται πως η Παναγία , τον φώτισε και της έδωσε παράταση να μείνει άλλες δυο μέρες μετά τη μεγάλη γιορτή, γιατί μάλλον αισθάνθηκε τύψεις...Που να πάει η καημένη η γιαγιά μες το Σαββατοκύριακο που θα κινείται τόσος κόσμος..  " Τη Δευτέρα φεύγεις, είναι καλά " της μήνυσε από το τηλέφωνο με τη μάνα του , κι εκείνη χάϊδεψε μελαγχολικά το κοτοπουλάκι που είχε κουρνιάσει στην ποδιά της....Τη Δευτέρα παιδί μου......
         
             
       
       

Τρίτη, Ιουλίου 30, 2013

ΠΑΡΑΙΤΤΗΣΗ

           
  Κίνησε για τη δουλειά πρωί πρωί, σα να ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Φόρεσε το σακάκι του, ίσιωσε τη γραβάτα του,, έβαλε στην βοηθητική τσάντα το ταπεράκι του για το μεσημεριανό brake.Το χε καθιερώσει αυτό το ταπεράκι τα τελευταία χρόνια, γιατί παλαιότερα την έβγαζε με κάτι χαζοπαξιμαδάκια ως αργά το βράδυ, που γύριζε σπίτι. Αθεράπευτος εργασιομανής του δημοσίου, από αυτούς που ανεβαίνουν ψηλά, γιατί είναι φιλότιμοι, ευφυείς, φιλόδοξοι, ταλαντούχοι χωρίς να έχουν ανάγκη να έρπουν για να διακριθούν, που αψηφούν το γενικό κλίμα της μίζερης αδιαφορίας και της αποχαυνωτικής τεμπελιάς και παλεύουν με αίσθηση ευθύνης και συνέπειας. Ναι υπάρχουν και αυτοί. Λίγοι(;), αλλά υπάρχουν....Γυρεύουν τη γενική αναγνώριση. Την έχουν;; Άλλοτε, κάποιοι καιροσκόποι συνεργάτες και άλλοι παράγοντες τους επαινούν ,ώστε να τους κάνουν να πασχίζουν περισσότερο, ενώ άλλοτε, συνδικαλιστές, κατώτερο προσωπικό, καραδοκούντες για να τους πάρουν  τη θέση,  τους μισούν και πισώπλατα  τους υπονομεύουν. Έβαλε σκεφτικός το κλειδί στη μηχανή , το αυτοκίνητο ξεκίνησε με θόρυβο. Στρίγκλισαν τα φρένα στην άσφαλτο, ήταν ανάγκη  να πεταχτεί μπροστά του το βρωμόγατο, λίγο έλειψε να το σκοτώσει. Ένα δυνατό σκίρτημα στην καρδιά, ασυνήθιστο για την αισιόδοξη ηρεμία του τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
                   Σήμερα, έφτασε η μέρα που θα υπέβαλε την παραίτησή του. Ήρθε η ώρα,αυτή που 35 χρόνια τώρα απόδιωχνε από τη σκέψη του, αυτή που που δεν υπήρχε σαν λέξη, στο λεξιλόγιο της ζωής του.  ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ .΄Συνταξιοδότηση λόγω ...γήρατος Τι λέτε καλέ;; Εγώ είμαι τόσο νέος, ακμαίος, δυνατός, έτοιμος να ξεκινήσω πάλι από την αρχή. Γιατί με αναγκάζετε να φύγω;; Γιατί επισείετε μπρος στα μάτια μου, την απειλή της διαθεσιμότητας;; Έ λοιπόν εγώ, θα παραιτηθώ αξιοπρεπώς, πριν με παραιτήσετε εσείς.
                  Σύνταξη στα χρόνια της κρίσης. Να σου υπενθυμίζουν με όλους τους τρόπους, πως τώρα πια τους είσαι άχρηστος, ως μη παραγωγικός, σου στερούν περίθαλψη και ασφάλιση , κανόνισε μόνον να πληρώνεις τους φόρους σου και τα χαράτσια απο τις οικονομίες σου, την κατοικία σου, το σπίτι στο χωριό, όλοι μαζί τα χουμε, μαζί τα φτιάξαμε, δε σου ανήκουν. Οι Έλληνες ζουν πολύ βρε παιδί μου , όπως είπε και ένας πρώην υπουργός υγείας, κακή του ώρα.
Δηλαδή, εγώ, δεν θα είμαι πια εργαζόμενος, έστω απασχολήσιμος,τέρμα οι συσκέψεις, οι τρεις γραμματείς, τα mail του γενικού,τα κουδουνίσματα των τηλεφώνων και των δύο κινητών,, τέρμα οι χειραψίες, οι κολακείες των άσπονδων συνεργατών, τέρμα οι παρακλήσεις για άδειες των αγχωμένων  μικρομαμάδων  υπαλλήλων της διεύθυνσης, τέρμα οι καυγάδες με την κυρά στο σπίτι, γιατί πάλι άργησα και δεν παλεύεται να έχει τα παιδιά μόνη της, τέρμα το λυπημένο βλέμμα της όταν υπερηφανευόμουν πως τρώω για μεσημέρι στις 10 το βράδυ. ΄
                Άναψε το πράσινο στο φανάρι, κι εκείνος χαμένος μέσα στις σκέψεις του, έμενε καρφωμένος στην ίδια θέση, ώσπου  άκουσε να του κορνάρουν  οι  πίσω του και να χειρονομούν εναντίον του, βιαστικοί, θυμωμένοι Ελληναράδες, που έτσι μόνον εκτονώνουν την οργή τους για τα δεινά που υφίστανται στην ταλαίπωρη  χώρα απο τους βιαστές τους, ντόπιους και ξένους!!!
Πώς  φεύγω, αναρρωτήθηκε, Αξιοπρεπώς, με την ικανοποίηση, πως η πολιτεία με τίμησε  για όσα πρόσφερα τόσα χρόνια, και μου το ανταπέδωσε με μία καλή σύνταξη συν το εφάπαξ που τόσο περίμενα και που γι αυτό άλλωστε έμεινα στο Δημόσιο ,,,,,Επί τέλους, όπως κι άλλοι πριν από μένα, θα βοηθήσει κι αυτό να αποκτήσω το εξοχικό που ονειρευόμουν, να αράξω και να ξεκουραστώ, θα κάνω ταξίδια, θα ασχοληθώ με τα κοινά στο Δήμο μου, θα επισκευάσω το σπίτι στο χωριό, θα κάνω ιστιοπλοία,θα πίνω τσίπουρα σε γραφικά ταβερνάκια,θα 'μαι χαρούμενος, κι έτοιμος για νέο κύκλο ζωής....Ή μήπως όχι;;;
Λίγο πριν μπει στο πάρκιν του γραφείου  , κοντοστέκεται. Κοιτάζει το τζαμένιο τεράστιο κτίριο που του χάρισε  τα καλύτερά του χρόνια κι αναρρωτιέται μεγαλόφωνα: Γιατί τόση αχαριστία; Ποια σύνταξη (  συνεχείς εκφοβισμοί και απειλές για 360 euro) πιο εφάπαξ (αφου άδειασαν τα ταμεία);; Ποιά ανταμοιβή για τους κόπους του ποια μέριμνα για το υπόλοιπο της ζωής του;; Χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή αποκεφαλίζουν ανθρώπους, τους οδηγούν στην απόγνωση, την εξαθλίωση και τις αυτοκτονίες, μεθοδικά, χειρουργικά,με γκεμπελική προπαγάνδα, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα,και βαφτίζοντας "σωτηρία της χώρας" την πιο πιο βάρβαρη λεηλασία στις ζωές τους, σε έναν ιδιότυπο πόλεμο.
Κι ότι έχτιζα με κόπο τόσα χρόνια για τη βελτίωση των συναλλαγών του πολίτη με το Δημόσιο; Πότε έγινε το κράτος ο εχθρός της κοινωνίας;; Κι αφού κι εγώ είμαι από τους υπεύθυνους της εφαρμογής των συστημικών μέτρων , γιατί τώρα αισθάνομαι πως με μουτζώνουν και από τις δύο πλευρές;;Που ανήκω;;Στο σύστημα που υπηρέτησα τόσο πιστά και αφοσιωμένα με την κοινωνία απέναντι , γιατί δεν καταλάβαινε τις καλές μου προθέσεις που δεν μπορούσαν πάντα να είναι επιτυχείς, ή ανήκω στην άλλη  πλευρά ,στους γονατισμένους , απογοητευμένους , φοβισμένους  και παραιτημένους πολίτες που δοκιμάζονται από τα μνημόνια 3 χρόνια τώρα κι έχουν προ πολλού ξεπεράσει τα όριά τους;;;
Έκλεισε πίσω του την πόρτα του ασανσέρ και μπήκε στο γραφείο του. Να μη μ' ενοχλήσει κανείς. Είπε στις γραμματείς του. Σε λίγο δεν θα ανήκω πια εδώ. Θα αγωνίζομαι εκεί έξω ,με την κοινωνία.....
           

Σάββατο, Μαΐου 04, 2013

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΧΩΡΙΣ ΜΑΓΕΙΑ

       
Δεν έγιναν τα πράγματα όπως τα περίμενες αυτό το Πάσχα. Εσύ όμως έκανες ότι μπορούσες.Τα βαφτιστήρια  σου ,τα προσκάλεσες   ως συνήθως την Κυριακή των Βαίων, αλλά ήρθε μόνο το ένα, τα άλλα προτίμησαν τα δώρα  τους delivery. Μεγάλωσαν καημένε μου και βαριούνται λαμπάδες και τα παρόμοια.Τα καλούδια για την παραδοσιακή μαγειρίτσα και το κοκορέτσι , τα προμηθεύτηκες έγκαιρα, όμως οι φίλοι σου οι παλιοί και γκαρδιακοί έχουν τα ζόρια και τις κλειστές τους  και δεν γουστάρουν. Τα τέκνα σου που τα περίμενες πώς και πώς να  έρθουν απ´ το εξωτερικό να γιορτάσετε μαζί τη Μεγάλη  Σχόλη είναι εξαφανισμένα. Ευτυχώς που έχουν αφήσει στο σπίτι καμιά δεκαριά κουτιά με Ελβετικά σοκολατάκια και τις βαλίτσες τους ανοικτές και ανακατεμένες κι έτσι είσαι σύγουρος ότι ήρθαν για να περάσετε μαζί το Πάσχα όπως παλιά.
       Αυτό "το παλιά" όμως , χάθηκε για πάντα και μην ελπίζεις  ότι θα το ξαναζωντανέψεις, εδώ δίπλα σου βρίσκομαι μόνο εγώ, βράχος ακλόνητος  , σταθερή , αμετακίνητη αξία όλα αυτά τα χρόνια.
Για να σε παρηγορήσω, να σε κανακέψω και να σε φροντίσω με στοργή ή με αγριάδα. Εγώ και η πεθερούλα σου που κοντεύει το ύψος της ηλικίας του Μητσοτάκη , αλλά όχι και το ύψος της σύνταξής του, σας ακούω αυτή τη στιγμή να λογομαχείτε στην κουζίνα σε αγαστή συνεργασία,για το πώς καθαρίζουν τ´ αντεράκια για τη μαγειρίτσα!!!
Θα κάνω αγόρι μου ότι μπορώ για να μη χάσεις την αισιοδοξία που έχεις μέσα στο DNA σου, για να μη κατρακυλήσουμε κι οι δυό με τη δική μου κακομοιριά!!! Και δεν θ´ αφήσω να ξαναγίνεις "σκνίπα" όπως χθές βράδυ   Μ. Παρασκευής μετά τον  επιτάφιο, που δεν υπήρχε τίποτα από τα συναισθήματα που συνήθως ένοιωθες αυτή τη μέρα: ευλογημένη  κατάνυξη,  αγάπη με ανταπόκριση ,συγκίνηση που μοιράζεσαι με τους άλλους πιστούς ή δύσπιστους....Τα πλήθη του κόσμου , που έτρεχαν πάνω κάτω στα σοκάκια της Πλάκας , ανακατεμένα με τους έκπληκτους τουρίστες ,καθώς και τα απρόθυμα γκαρσόνια που αγκομαχούσαν στα κατάμεστα ταβερνάκια να τους εξυπηρετήσουν όλους...Κι η παλιοπαρέα ,σε κατάσταση ημιδιάλυσης, κατάπινε σχεδόν αμάσητα τα καλαμαράκια, άντε να τελειώνουμε, να γυρίσουμε στο καβούκι μας, στην ησυχία μας...
Μη μου παραπονιέσαι και μη συγχίζεσαι...Μη σκέφτεσαι πως δεν είναι δίκαιο, πώς εσύ προσφέρεις όλη τη ζωντάνια σου, νιάτο μου, μόνο που οι άλλοι είναι απέραντα κουρασμένοι για να την δεχθούν...
           Θα φύγουν και τα βλαστάρια μας τη Δευτέρα για τα ξένα, κι εμείς, βάζουμε μπρος, και ξεκινάμε. Το αμάξι μας έχει ακόμα βενζίνη ,και το κοκορέτσι μας σίγουρα θα  βρούμε κάποιους που τους αρέσει για να το μοιραστούμε. Καλή Ανάσταση,  την άλλη, την πραγματική , αυτήν που θα μας απαλλάξει από τους τυράννους της εξουσίας!!!
   

Παρασκευή, Απριλίου 12, 2013

ΑΓΑΠΗ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗ

               
        Πάει ένας χρόνος που δεν τον έχει δει .Η τελευταία τους συνάντηση έγινε σ' ένα μπαράκι στον Πειραιά, στο Μικρολίμανο. Αυτή, φορούσε ένα μωβ φόρεμα με μία χρωματιστή καρφίτσα στο στήθος, που είχε κρυσταλλάκια σαν φύλλα μαργαρίτας. Την έχασε εκείνη τη βραδιά, πού της έπεσε, δεν θυμάται.Εκεί, ή αργότερα, μέσα στο αυτοκίνητό του, που πάλευαν, προσπαθώντας απεγνωσμένα να σώσουν την αγάπη τους. Όλο αυτό το διάστημα απέφευγε να τον σκέπτεται, ούτε καν ρωτούσε γι' αυτόν τους κοινούς γνωστούς.  Χάθηκε για πάντα, άλλο ένα θύμα της κρίσης, όποτε ερχόταν στο μυαλό της, βιαστικά τον απόδιωχνε. Σήμερα όμως, δεν ξέρει τι την έπιασε.Μια επιθυμία ακατανίκητη, να τον "τακτοποιήσει" στα πεπραγμένα της ζωής της, κάτι σαν μνημόσυνο. Να κάνει επί τέλους τον απολογισμό.Πού πάει η αγάπη όταν πεθάνει; Στα Τάρταρα, ανυπεράσπιστη και αβοήθητη, γιατί αρνήθηκαν να την κρατήσουν στη ζωή...Της έκοψαν το νήμα, σιωπηλά, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί μεταξύ τους, βίαια κι αναπάντεχα, γιατί δεν ήθελαν να τη βλέπουν ν' αργοπεθαίνει. Στο μπαράκι, διάλεξαν ένα τραπέζι-πάγκο μπροστά στην τζαμαρία που έβλεπε στο λιμάνι. Κάθισαν στ' άβολα σκαμπώ, σαν να βιάζονταν να φύγουν.Στην αρχή της είπε τα συνηθισμένα, πόσο όμορφη ήταν, πόσο της πήγαινε το μωβ φόρεμα - ανάθεμα τη μόδα, άκου μωβ - τον κοιτούσε φιλάρεσκα στα μάτια με αυτοπεποίθηση. Μετά, δεν θυμόταν πώς, είχαν πιεί και το δεύτερο Drabui , έπιασαν να μιλούν για την κρίση. Αυτός, υποαπασχολούμενος αρχιτέκτονας, με ιδέες κι έξυπνες λύσεις,, για σπίτια που δεν κτίζονται πια, αυτή φιλόλογος, με δύο αποτυχημένες απόπειρες να διοριστεί σε σχολείο, μέσω ΑΣΕΠ,ευτυχώς τα κουτσοκαταφέρνει με λίγα ιδιαίτερα, να μη ζητάει στα τριάντα της χαρτζιλίκι από τους γονείς της.
       Και ξαφνικά έγινε το μπάμ! Έπιασαν να διαπληκτίζονται, κόντεψαν να πλακωθούν, τους κοιτούσαν με περιέργεια και από τα γειτονικά τραπέζια, για το αν είναι καλά τα μνημόνια ή όχι.Αυτός, αναπάντεχα συντηρητικός για την ηλικία του,επέμενε πως έτσι πρέπει, αφού χρωστάμε, να υποστούμε τα μέτρα για να σωθούμε.Σκληρή λιτότητα για το καλό μας, τιμωρητικά μέτρα και απολύσεις, αλλά στο τέλος η δικαίωση. Χαρούμενοι όλοι. Αυτή, στην αντίπερα όχθη. Θα ζήσουμε εργασιακό μεσαίωνα του είπε, χωρίς δικαιώματα, κινεζοποίηση και αποικιοποίηση. Δεν το βλέπεις; Ένα ένα μας τα παίρνουν όλα, οι εγκληματίες με τις γραβάτες.Θα δουλεύουμε γι' αυτούς σαν σκλάβοι, χωρίς ασφάλιση, περίθαλψη και σύνταξη, χωρίς δυνατότητα ν' αποταμιεύουμε, χωρίς ιδιοκτησία, σε λίγο και χωρίς κράτος , με την Παγκοσμιοποίηση. Γεννήθηκες με το σπαθί στο χέρι, της φώναξε.Είσαι ονειροπαρμένη επαναστάτρια, συνωμοσιολόγος. Δεν θέλεις να σου βάλουν κανόνες και τάξη. Θέλεις να ζεις ανάμεσα σε κρατικοδίαιτους , βολεμένους, άχρηστους δημοσίους υπαλλήλους, σαν τους γονείς σου, που τους συντηρούμε εμείς, οι ελεύθεροι σκοπευτές....Τότε, αυτή θόλωσε. Της φάνηκε πως τα κότερα στη μαρίνα , άρχισαν να τσακίζονται στα μανιασμένα κύματα, που φούσκωσαν ξαφνικά και ξεχύθηκαν ανταριασμένα. Η τρικυμία ξέσπασε μέσα στο μυαλό της κι έγινε κατακόκκινη αιμάτινη θύελλα.Είχε μπροστά της τον εχθρό. Ένα συμβιβασμένο, υποταγμένο, και πολύ σύντομα εξαθλιωμένο , άβουλο και μοιραίο ανθρωπάκι, που της γέμιζε το κεφάλι με ανοησίες.Πώς δεν τον είχε καταλάβει δέκα χρόνια τώρα...Έχουμε διαφορετικό σύστημα αξιών, σκεπτόταν, ενώ τον άκουγε να κραυγάζει τα αδύναμα επιχειρήματά του.Αμάθεια και απάθεια, αυτό έχεις, του πέταξε, πήρε βιαστικά το παλτό της και έτρεξε στη σκάλα, ενώ αισθανόταν πάνω της κοροϊδευτικά βλέμματα και κουτσομπολίστικα γελάκια...... Μπροστά στο παρκαρισμένο του αυτοκίνητο, στάθηκε θολωμένη, προσπαθώντας να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. Τί είχε κάνει; Να τσακωθούν μέσα στον κόσμο, άξιζε τον κόπο; Ήταν κιόλας έτοιμη να τον καλοπιάσει , να τον αγκαλιάσει,να τον ηρεμήσει. Το παραδέχεται ότι το παράκανε. Δεν ήταν ανάγκη να τον πεί " υπάκουο κρατούμενο".
         Όταν  όμως έφτασε αυτός κοντά της, αντίκρυσε ένα πρόσωπο μάσκα, αλλόκοτο, με αλλοιωμένο απ' το θυμό  τα χαρακτηριστικά του, με το ζόρι της άνοιξε την πόρτα, ούτε καν την κοίταξε. Έβαλε μπρος τη μηχανή, αμίλητος και βλοσυρός,ενώ αυτή είχε ξεθυμάνει. Ένοιωθε αμηχανία στη βαριά σιωπή, προσπάθησε να πει κάτι. Αυτός της κούνησε απαξιωτικά το χέρι, να σταματήσει. Δεν ήθελε συζήτηση. Βρέθηκαν να τρέχουν αμίλητοι στην παραλιακή, χωρίς προορισμό, με θολωμένο νου και μαύρη απογοήτευση. Θέλεις να πάμε στο γραφείο; τη ρώτησε ξαφνικά, μάλλον  ανόρεχτα, όχι του απάντησε στο ίδιο ύφος. Δεν σταματάς για λίγο εδώ στη μαρίνα; (Τα 'χε με τις μαρίνες απόψε)...... Είναι όμορφα.... Ήταν άσχημα. Τίποτα δεν μπορούσε να τους ξαναφέρει κοντά. Τα φιλιά τους ήταν ψεύτικα, οι ματιές τους πεθαμένες. Τα χέρια τους άνευρα, χάϊδευαν κι έπεφταν.Πώς να ζωντανέψεις μια τελειωμένη σχέση , που το 'ξερες από καιρό πως δεν αναπνέει πια , που όμως δεν ήθελες να το παραδεχθείς και τη συντηρούσες με τεχνητές αναπνοές.Δες όμως, άρχισαν να λένε πάλι κοινοτοπίες, τα συνηθισμένα,τι ώρα ξυπνάς αύριο,έχω δουλειά πρωί πρωί,είμαι κουρασμένη, χασμουρήθηκε,άρχισε ν' ανακατεύει την τσάντα της για να βρει το κραγιόν της, η φιλαρέσκεια, πάνω απ'  όλα.Τακτοποίησε τα ρούχα της, ίσιωσε τα μαλλιά της, φόρεσε ξανά τις μπότες της, τον κοίταξε,του χαμογέλασε ευγενικά και στενοχωρημένα.Πάμε;
           Όταν τον αποχαιρέτησε μπροστά στο σπίτι της , δεν πίστευε ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε.Κατά βάθος ανακουφίστηκε που είδε ν' απομακρύνεται το αυτοκίνητό του, καλύτερα μόνη της, δεν βαριέσαι , είναι ξεροκέφαλος. Το τελευταίο τους φιλί, ήταν βιαστικό και μάλλον αμήχανο, αλλά κανείς τους δεν πίστευε εκείνη τη στιγμή πως δεν είχαν όλο τον καιρό μπροστά τους.Ο ουρανός γελούσε κοροϊδευτικά, δυο παιδάκια πιο πέρα έπαιζαν με τα πατίνια τους.
            Το τέλος μπορεί να μην είναι πάντα , τόσο συναρπαστικό. Σκέπτεται σήμερα, όμως ακόμα και στο κενό μπορεί να ζήσει κανείς. Περιμένοντας να του χαμογελάσει ξανά η ζωή......

Τρίτη, Μαρτίου 05, 2013

ΦΕΥΓΕΙΣ

Ξέχασα να λυπηθώ που φεύγεις βλαστάρι μου. Βλέπεις η γιαγιά σου, που τώρα βρήκε να κάνει τα δικά της, με την έξαρση της επιθετικής κατάθλιψης και της γεροντικής της ανασφάλειας, με απορρόφησε εντελώς τις τελευταίες μέρες. Το κακό είναι, ότι δεν μένει ευχαριστημένη με ότι κι αν κάνω, κι όλο κλαίει και παραπονιέται, ότι κανείς δεν την προσέχει και δε νοιάζεται....Γλυκό μου, τι χαρά που είχες χθες βράδυ στο τελευταίο πάρτυ σου ,λίγο πριν φύγεις !! Τα ετοίμασες όλα σχεδόν μόνος σου, σε βοήθησαν δε λέω λίγο και τα φιλαράκια σου, που μαζεύτηκαν εδώ, απ' όλες τις γωνιές της Ελλάδας. Δεν ήθελες να μ' ενοχλήσεις, που είχα τόσα στο κεφάλι μου, ειδοποίησες και τον κακό γείτονα, να σας υπομείνει για τελευταία φορά κι ήσουν αστραφτερός, δραστήριος και φουριόζος με τις ετοιμασίες , το είχες και συ ξεχάσει ότι φεύγεις...Μόνο την ώρα που συνομιλούσες με το γείτονα και του λεγες πως δεν θα τον ξαναενοχλήσεις, γιατί αυτό το πάρτυ, είναι το αποχαιρετιστήριο της παιδικής σου ηλικίας και πόσο σημαντικό είναι για σένα, εκεί έσπασες. Καλή τύχη παλικάρι μου, σου είπε και σου άπλωσε το χέρι, η αλήθεια είναι ότι μόνο με σένα τα'χει καλά αυτός ο άθλιος τύπος. Μωρό μου, τώρα στα 23 σου κατάλαβα πως έγινες πια άντρας.Ένας παλλίκαρος που καμαρώνω συνεχώς,αλλά που μονίμως νομίζω ότι είσαι ακόμα το μικρό μου...Έγινες άντρας κι εκεί στην ξένη χώρα, θα αντιμετωπίσεις τη ζωή, μόνος σου πια.Για να παρηγοριέμαι λέω στον εαυτό μου πως δεν φταίει η κρίση, θα έφευγες έτσι κι αλλιώς, για να ανοίξουν τα μάτια και τ' αυτιά σου, με τόσα που θα μάθεις και θα δεις, άσε που θα απομακρυνθείς από τον επαρχιωτισμό και τη μιζέρια της πολύπαθης και προδομένης χώρας μας. Έτσι σκεπτόμουν, όμως τώρα που ήρθε η ώρα να σ' αποχαιρετήσω, ματώνει η καρδιά μου. Θυμάμαι, πως τα ίδια έλεγα κι όταν έφευγε η αδερφή σου για τις σπουδές της. Μόνο, που τότε είχα εσένα εδώ, παρηγοριά μεγάλη. Από τότε που έφυγε, εκείνη η γλυκούλα μου, ανεξαρτητοποιήθηκε, έγινε πια πολίτης του κόσμου,δεν την καταλαβαίνω πάντα, έχω μείνει πολύ πίσω, φτωχή, γκρινιάρα, ανυπεράσπιστη κάτοικος, αυτού του εχθρικού κράτους που μας σκοτώνει. Αγάπη μου μην αλλάξεις κι εσύ!!! Περπατώ όσο γίνεται πιο αθόρυβα, συγυρίζοντας την ακαταστασία από το χθεσινό πάρτυ. Τους άκουγα το ξημέρωμα, νυσταγμένους και παραδομένους από τα ποτά, το ξενύχτι και τη συγκίνηση για το τέλος της γιορτής και της ανεμελιάς, με αστεία και πειράγματα για να διώξουν τον κόμπο απ' το λαιμό, να κάνουν πως μαζεύουν ότι μπορούν, τα πάνω πάνω, ώστε να μην πάθω εγκεφαλικό όταν ξυπνήσω. Τώρα οι παντόφλες μου κολλούν πάνω στα χυμένα ποτά και στα αποτσίγαρα, μα δεν βαρυγκομάω, από αύριο δεν θα είναι εδώ τα παιδιά για να τα ξαναλερώσουν...Από αύριο, θα βρίσκονται άλλος εδώ κι άλλος εκεί, σκορπισμένα πουλιά , στον αγώνα τους να δημιουργήσουν, σ' αυτή τη δύσκολη εποχή. Αλλά τώρα κοιμούνται κι ονειρεύονται τις μελλοντικές ζωές τους και τις συναντήσεις τους, για να διηγούνται ο καθένας τη δική του ιστορία, τη δική του μοίρα, μόνο που δεν θα είναι ποτέ πια , το ίδιο αθώοι.Γιατί τους περιμένουν εκεί έξω για να τους διαμορφώσουν σε πειθήνιους αστούς, σε υπάκουα εργαλεία του αδηφάγου απρόσωπου τέρατος - συστήματος, που θα τους υποτάξει "στοργικά" για να το υπηρετήσουν με αφοσίωση. Καρδούλα μου, μου 'ρχονται στο νου,όταν ήσουν μικρός, οι στιγμές που αποχαιρετιόσασταν με τα παιδιά της κατασκήνωσης, όταν τέλειωνε το καλοκαίρι...Όλα τα παιδάκια την τελευταία βραδιά, μετά τη γιορτή, σφιχταγκαλιαζόσαστε σ' ένα κλειστό κύκλο και ανάμεσα στα κλάματα σας δίνατε υποσχέσεις για τηλεφωνήματα και συναντήσεις, ενώ εμείς οι άκαρδοι γονείς σας, σας τραβούσαμε από το χέρι για να σας απομακρύνουμε, γιατί ήταν αργά, κι η επόμενη μέρα εργάσιμη. Ούτε τότε τον άντεχα τον αποχαιρετισμό σας, ούτε και τώρα. Γι' αυτό θα σε ξυπνήσω την τελευταία στιγμή , λίγο πριν μου φύγεις. Και θα ανυπομονώ για την ώρα που θα ξανανταμωθούμε. Για να μην πω ότι θα έρθω και θα εγκατασταθώ δίπλα σας, για να σας βλέπω κάθε μέρα!!!!Άντε, θα πάρουμε μαζί και τον πατέρα σας.....