Παρασκευή, Ιανουαρίου 28, 2022

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ : ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ

 


Γεννήθηκε στην Κάρυστο το 1924,σε ένα μεγάλο σπίτι που δέσποζε στην πλαγιά με τα περιβόλια του και τα κρύα νερά,ψηλά στο χωριό,με θέα το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας.Το σπίτι αυτό το είχε κτίσει ο πατέρας της ,που είχε δουλέψει μετανάστης στην Αμερική για πολλά πολλά χρόνια. Ως η μεγαλύτερη από τέσσερα αδέλφια είχε υποχρεώσεις.Δεν έπαιξε σαν παιδί. Την ξυπνούσαν, έλεγε, οι γονείς της στις 4πμ πριν το χάραμα να τους ακολουθήσει στο χωράφι.Είχε μάθει να δουλεύει σκληρά απο πολύ μικρή.Γι αυτό όταν της έφεραν το «προξενιό» κι ο γαμπρός ήταν ένας όμορφος Αθηναίος έμπορος ,με δική του «βιοτεχνία υποκαμίσων» είπε αμέσως το «ναι» κι ας την περνούσε εκείνος 23 ολόκληρα χρόνια.

Όμως η ζωή στη μεταπολεμική Αθήνα του Εμφυλίου και της φτώχειας ήταν σκληρή κι ο έμπορος είχε χάσει πολλά χρήματα στην Κατοχή καθώς είχαν γίνει πληθωρικά.Ένα μικρό δωμάτιο που είχε κοινή αυλή με άλλους συγκατοίκους πάνω από τη βιοτεχνία στην οδό Αδριανού στην Πλάκα ήταν το πρώτο σπίτι που στέγασε την οικογένεια ,που απέκτησε δύο αγοράκια.Στενοχώρια και συζυγική γκρίνια ήταν η καθημερινότητα για τη νεαρή χωριατοπούλα ,που με τόση χαρά και τόσα όνειρα άφησε το χωριό της για την πρωτεύουσα.

Ο έμπορος με τη βοήθεια και της προίκας έφτιαξε μια όμορφη μονοκατοικία για την οικογένεια στο Παγκράτι του 1953 κι εκείνη παρηγοριέται να ασχολείται με τις λεμονιές,τις βερικοκιές και τα λουλούδια του κήπου της. Ώσπου ήρθε η τραγωδία. Την έφερε το πακέτο με τα καλούδια, δώρο από το χωριό με το χοιρινό λουκάνικο που έφαγε το μεγαλύτερο αγοράκι της και «έσκασε» όπως είπαν. Και ήταν μόνο πεντέμισι χρονών.

Αυτή η απώλεια στιγμάτισε τη ζωή τη δική μου και της αδερφής μου που γεννηθήκαμε αργότερα.Το αδικοχαμένο παιδάκι της το μνημόνευε η καημενούλα ,ως πριν μερικούς μήνες, λίγο πριν χάσει τη μνήμη της.Τα κατοπινά πολλά χρόνια, είχαν όμως και μεγάλες χαρές.Εμείς τα παιδιά της σπουδάσαμε,δουλέψαμε,δημιουργήσαμε τις δικές μας οικογένειες.Κι εκείνη πάντα δίπλα μας ,έζησε μια ζωή προσφοράς και στήριξης προς όλους μας. Το νοιάξιμο της Ελληνίδας μάνας για την οικογένεια ,τη φροντίδα των εγγονιών ,να είναι χρήσιμη και πάντα διαθέσιμη.

Ο χαμός του δεύτερου γιου της το 2015 της ράγισε την καρδιά για μια ακόμη φορά.Τη δύσκολη αυτή περίοδο εκτός από μας τους δικούς της τη βοήθησε η βαθιά της πίστη στο Θεό,γιατι ήταν πολύ θρησκευόμενη. Στην εκκλησία εύρισκε παρηγοριά και δύναμη .Είχε πια περάσει τα 90 της αλλά ήταν υγιής και δραστήρια. Έφτιαχνε πεντανόστιμες σπανακόπιτες ,σκάλιζε και κλάδευε τον κήπο μας,διάβαζε εφημερίδες,είχε άποψη για τα πάντα.Τους πολιτικούς,τη μόδα,τα σήριαλ της τηλεόρασης.Ήταν ένα κανονικό «αρχηγόπουλο».

Όμως σιγά σιγά ο βιολογικός της κύκλος έκλεινε.Με τη στήριξη της οικογένειας ,των φίλων μας και κυρίως την αγάπη των εγγονιών της που λάτρευε και που ήταν τα τελευταία πρόσωπα που αναγνώριζε πριν σβήσουν όλα από τη μνήμη της.

Έζησε μια ζωή γεμάτη σχεδόν έναν αιώνα .Είχε να διηγείται ιστορίες από τον πόλεμο του ‘40 ,την Κατοχή  στο χωριό,τη μεταπολεμική Αθήνα,τον Εθνικό κήπο.,τον γάμο του τεως Βασιλιά Κωνσταντίνου και  της Άννας Μαρίας ,το αστικό Παγκράτι των μονοκατοικιών και τη μετεξέλιξή του στις κακάσχημες πολυκατοικίες της αντιπαροχής.

Η εποχή των κομπιούτερ και της τεχνητής νοημοσύνης ήταν το θαυμαστό στα μάτια της μέλλον ,που το έβλεπε να έρχεται μέσα από τα εγγόνια της.Και μέσα από αυτά θα συνεχίσει να ζει.

  

ΜΑΝΑ

 -Πότε θα πάμε σπίτι;

-Σπίτι σου είσαι μαμά

-Όχι στο  σπίτι ΣΟΥ  πότε θα πάμε.

-Εδώ, είναι το δικό σου σπίτι μαμά

-Στο γηροκομείο είμαι;

-Όχι μαμά…στο σπίτι σου στο Παγκράτι είσαι με την Κατερίνα που σε βοηθάει…Εδώ που ζεις πάνω από εξήντα χρόνια.

-Δε μου αρέσει εδώ….Πότε θα φύγουμε;

-Θέλεις να φύγεις από το σπίτι σου; Και πού να πας;

-Στο δικό σου .Εκεί μ´αρέσει.

-Αύριο μαμά…Αύριο θα έρθω να σε πάρω.

-Τα παιδιά…πού είναι τα παιδιά;

-Στην Ελβετία είναι μαμά…Δουλεύουν.

-Και πότε θα έρθουν;

-Αύριο θα έρθουν…

-Θα έρθεις να με πάρεις αύριο να τα δώ;

-Σου το υπόσχομαι.Αύριο θα σε πάρω στο σπίτι μου που θα είναι και τα παιδιά.

Όμως δεν μπορούσε να μετακινηθεί.Αργόσβηνε σιγά σιγά.Στα 95 της. Έζησε τόσο πολύ κι ας μην το ήθελε στα τελευταία της.Δεν την πιστεύαμε όταν μας έλεγε « Να φύγω…Αλλά ο Θεός αποφασίζει….Δεν μπορώ να φύγω…» Πόση  απελπισία στα βαθιά της γεράματα. Θυμόταν ότι είχε χάσει δύο παιδιά .Το ένα πριν κοντά εβδομήντα χρόνια.

Η μάνα ! Κοτσονάτη ως τα 92 της.Με τις παραξενιές ,τις εμμονές αλλά και τις γλυκές της στιγμές .

«Αρχηγόπουλο»  τη λέγαμε. Έφτιαχνε τις μυρωδάτες σπανακόπιτές της, τους υπέροχους λαχανοντολμάδες, τα χειροποίητα γλυκά της και κάθε Σάββατο σκαρφάλωνε στο λεωφορείο και να την σε μας…Τη Δευτέρα το βράδυ  με παράπονο μας αποχωριζόταν 

-Τώρα θα με πάτε σπίτι μου; Στη μοναξιά μου;

-Για λίγες μόνο μέρες μαμά…Ως το επόμενο Σάββατο.Που θα ξανάρθεις.για το τριήμερο.


Αχ και να γύριζα το χρόνο πίσω. Να σε έχω συνέχεια εδώ μαζί μου…






Τετάρτη, Αυγούστου 09, 2017

ΤΟ ΣΟΙ

Στο καφέ μπαρ εστιατόριο «Άγονη γραμμή » , μπροστά στο λιμάνι της Ραφήνας , κόσμος πολύς περίμενε να ταξιδέψει για το Μαρμάρι. Μέσα Ιουλίου ,καιρός διακοπών κι έχουν έρθει εδώ με τα παιδιά τους, τα σκυλιά τους ,τα μπαγκάζια τους, για να πάνε σε  κάποιο από τα πανέμορφα μέρη της νότιας Εύβοιας.

Αλλά μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο, κάποιοι είμαστε παραφωνία. Ξεχωρίζουμε ντυμένοι στα κατάμαυρα, γιατί πηγαίνουμε να αποχαιρετήσουμε τον μπάρμπα Χρόνη , τον συγγενή μας , που έσβησε τη νύχτα  στα 85 του, μετά από σύντομη αρρώστια. Κι όπως πάντα, μόνο σε μεγάλες χαρές , ή μεγάλες λύπες βρίσκεται το σόι  μας. Αν δεν υπήρχαν κι αυτές οι τελετές, ούτε καν θα ανταμώναμε, έτσι όπως ο καθένας είναι στο μικρόκοσμό του και στα ζόρια του. Για δες μέρα που διάλεξε να αποδημήσει ο θείος. Μες το κατακαλόκαιρο έχει ενσκήψει  η « Μέδουσα» , ακραίο καιρικό φαινόμενο, με ανεμόβροχο, κρύο και φθινοπωρινή μαυρίλα. Έχω στριμωχτεί κάτω από την φουσκωμένη από τον αέρα τέντα  , προσπαθώντας να προφυλαχτώ απ’ τη βροχή, ενώ δίπλα μου οι μαγαζάτορες περιμαζεύουν όπως όπως τα απλωμένα στους πάγκους φρεσκοψαρεμένα ψάρια τους.

 Μέχρι να πιώ δυο γουλιές από τον καφέ μου, να και το « Πανόραμα»,  πλησιάζει στη φουρτουνιασμένη αποβάθρα καμαρωτό , σαν τεράστια πάπια που δεν φοβάται τον καιρό.   Το πλήθος άρχισε να σπρώχνεται, μήπως και μείνει έξω  με τις βαλίτσες στο χέρι. Γλίστρησα  κι εγώ ανάμεσά τους   και όπως ήμουν ευκίνητη χωρίς αποσκευές, βολεύτηκα σε μια προνομιούχα θέση με θέα κοντά στο παράθυρο. Αλλά, - σφάλμα μεγάλο – βγήκα για λίγο στο κατάστρωμα να χαζέψω την αναχώρηση του πλοίου κι όταν επέστρεψα , βρήκα στη θέση μου δυο μεσήλικες παχουλές κυρίες, να έχουν στρογγυλοκαθήσει και να τρώνε αναισθήτως από τα τάπερ τους  φέτες από πεπόνια ,καρπούζια και άλλα φρούτα. Φυσικά, έφυγα τρέχοντας από κει αμέσως. Κι όχι ότι κατάφερα να ησυχάσω στη νέα μου θέση . Ένα  στρίγγλικο απέναντι ξελαρυγγιάστηκε να τσιρίζει και να απαιτεί. Μάταια ο πατέρας του προσπαθούσε  να το ηρεμήσει. Μόλις όμως το εναπόθεσε στα χέρια της μανούλας του , ώ του θαύματος, το χρυσό  μου σταμάτησε αμέσως. Κάποτε πρέπει και οι πατεράδες να ασχολούνται με τα παιδάκια τους. Κι όχι μόνο στις διακοπές. Για να τους γνωρίζουν.

Ο θείος Χρόνης ήταν ένας καλοκάγαθος επαρχιώτης ,που γεννήθηκε κι έζησε όλα του τα χρόνια  σ’ αυτή τη γωνιά της γης και μόνο αραιά και που, όταν ήθελε γιατρό, επισκεπτόταν  την Αθήνα. Τι λέω , είχε πάει και μέχρι το Ηράκλειο της Κρήτης, τη δεκαετία του εξήντα ,τότε που  υπηρετούσε στο ναυτικό. Τον θυμάμαι τα  καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων  στο χωριό , στο σπίτι των παππούδων, να ανεβαίνει στο άλογο , και να τραβάει για το κτήμα του μια ώρα δρόμο, ξένοιαστος καβαλάρης. Εκεί στην ερημιά και την απόλυτη ησυχία , περνούσε τη μέρα του , με τα γελάδια του, τα κατσίκια του  και τις αγροτικές δουλειές, κι όταν άρχιζε να σουρουπώνει , επέστρεφε στο χωριό περήφανος αναβάτης, καβάλα στο άλογο. Ήταν σκληρή η αγροτική ζωή τότε, χωρίς τα μέσα που έχουμε σήμερα, χωρίς τρακτέρ και φορτηγά και τη δουλειά την έκαναν με τα χέρια και με βοηθούς τα καημένα τα   ζώα τους.. Όλη τη μέρα δούλευαν στα χωράφια μαζί με τους εργάτες , με λιοπύρι ή παγωνιά και για φαγητό είχαν  καμιά φασολάδα ή μακαρονάδα, λίγο τυρί, ρέγκα,  στουμπιστό κρεμμύδι και κρασάκι. Έτσι ήταν μαθημένοι τότε οι άνθρωποι και δεν είχαν απαιτήσεις. Διασκέδαση ήταν μόνο τα πανηγύρια ,οι γάμοι , άντε και κάνα σινεμά  το καλοκαίρι,  στον  θερινό κινηματογράφο..  Τα βράδια, ύπνος από νωρίς, γιατί αξημέρωτα   έμπαιναν πάλι στο μαγγανοπήγαδο

.Κι όταν έφταναν σε ηλικία γάμου , κάποιος συγγενής ή γείτονας έκανε τα προξενιά. Δεν  τον πολυερωτούσαν  τον υποψήφιο, προείχε το συμφέρον της οικογένειας, το οικονομικό, η προίκα, η περιουσία. Στην «πρόβα », φαινόταν αν το ζευγάρι θα δέσει. Εκεί γινόντουσαν και δράματα. Η υποψήφια νύφη στο μέσα δωμάτιο να τρώει ξύλο απ τη μάνα της αν αντιδρά, ή ο γαμπρός να πιέζεται συναισθηματικά, ιδίως αν ήθελε κάποια άλλη κοπέλα, που δεν ενέκριναν οι γονείς γιατί ήταν φτωχή. Συνέβη σε μια  θεία  μου που είχε αγαπήσει ένα όμορφο παλικάρι, που όμως  ήταν φτωχός και .. κομμουνιστής . Δεν τον ήθελαν  φυσικά οι δικοί της και της έδωσαν με το ζόρι έναν πλούσιο, κοντούλη και ασχημούλη, που την περνούσε δεκαπέντε χρόνια . Επιχείρησε μια φορά να τον κάψει με αναμμένα κάρβουνα και τότε εκείνος προσπάθησε να την κλείσει στο τρελλάδικο για ν’ απαλλαγεί. Δεν το κατάφερε όμως γιατί έπεσε όλο το χωριό να τον φάει και πέρασε η οικογένειά του δυστυχισμένα τα επόμενα χρόνια.

Τον θείο Χρόνη, όταν αποκαταστάθηκαν πρώτα οι αδερφές του , τον πάντρεψαν με μια μελαχρινή , δυναμική, ψηλή, νταρντανογυναίκα, απ’ το χωριό ,που έτσι που ήταν άβγαλτος , του φαινόταν θεά. Έβρεχε καταρράκτες τη μέρα του γάμου, όπως και τώρα  που ο θείος  μας αποχαιρετά. Όμως αυτός ήταν ευτυχισμένος με τη θεά του και για έναν ακόμα λόγο. Θα έφευγε επιτέλους μακριά από την τυραννία της αυταρχικής και πολύ χειριστικής μάνας του ( και μέγαιρας γιαγιάς μου ) και θα γινόταν αυτεξούσιος. Με δικό του πορτοφόλι , σπίτι, ( της προίκας) και το κτήμα που του έδωσε σαν δώρο γάμου ο γλυκύτατος παππούς του και προπάππους μου. (Ναι τον πρόλαβα κι αυτόν! ) .Έκανε οικογένεια και παιδιά ο θείος Χρόνης κι έζησε  ως τώρα ,πολλά χρόνια!. Βέβαια τους βλέπαμε σπάνια ,γιατί αυτό το σόι είχε γίνει μαλλιοκούβαρα. Η κυριότερη αιτία ήταν η γιαγιά μέγαιρα, που αφού τους απομάκρυνε όλους , κράτησε κοντά της μόνο τη μικρότερη κόρη της , που ήταν η αγαπημένη της και της άφησε και μια τεράστια περιουσία. Ούτε που νοιάστηκε, για μας , όλους τους άλλους ,τα  άλλα  παιδιά κι εγγόνια της . Ήταν τόσο συμφεροντολόγα και τόσο εαυτούλης η γιαγιά! Την ενδιέφερε μόνον να περάσει καλά γεράματα , όπως και πέρασε, ως τα ενενήντα επτά της που έφυγε. Η πικρία του σογιού για τη γιαγιά όμως , λειτούργησε σαν  αδιαφορία όλων προς όλους .Βλεπόμαστε σπανιότατα μεταξύ μας, σε πολύ ευχάριστα ή πολύ δυσάρεστα γεγονότα.

Στο σπίτι του θείου, ένα παλιό πεντακάθαρο πετρόκτιστο με κήπο, κότες και ζαρζαβατικά,  ήταν μαζεμένος κόσμος πολύς. Οι γείτονες ήταν αληθινά συντετριμμένοι, γιατί μαζί με αυτούς ζούσε. Εμείς οι συγγενείς, αμίλητοι και αμήχανοι,  καθίσαμε   στο κέντρο του σαλονιού ως είθισται και προσποιούμαστε τους λυπημένους, ενώ εδώ και καιρό είχαμε χάσει το νήμα που μας έδενε με την ευρύτερη οικογένεια. Προσπάθησα να είμαι πολιτισμένη ,για να μην με σχολιάζουν . Περιφερόμουν μέσα στο σπίτι που πρώτη φορά βρέθηκα και κοντοστάθηκα στο κρεβάτι που πριν λίγες ώρες άφησε την τελευταία του πνοή. ( Ευτυχώς τον είχαν πάρει). Άφησα εκεί τα λουλούδια μου και ασυναίσθητα έκανα το σταυρό μου.  Ο ξάδερφός μου που έχουμε συναντηθεί ελάχιστες φορές τα τελευταία χρόνια, ήταν  προθυμότατος να με εξυπηρετήσει και μου ράγισε την καρδιά .Μέχρι και μπροστά στην πόρτα της τουαλέτας στάθηκε κέρβερος, για να μην μπει κανένας και μ’ ενοχλήσει. Μου έδειξε το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες , στάθηκα  στις παλιές και τις φωτογράφισα  με το κινητό μου. Μόνο αυτές μου λένε κάτι.

Στην εκκλησία ,το θέατρο  του παραλόγου συνεχίστηκε. Η τυχερή θεία της κληρονομιάς , η αιτία της διχόνοιας , πήρε τη θέση της ανάμεσα στους πολύ στενούς συγγενείς, αφού ήταν αδερφή του. Κι ας μισιούνταν τα αδέρφια. Την είδα να βγάζει από την τσάντα ένα χαρτομάντιλο και να σκουπίζει τα δάκρυά της. Μάλλον θυμήθηκε  τον μακαρίτη τον άνδρα της, σκέφτηκα. Εντάξει, έχει δεχθεί τα πυρά όλων στο σόι , αλλά η γιαγιά δράκος ήταν ο ρυθμιστής  και ο μάνατζερ. Για να είμαστε δίκαιοι.
 Αυτό όμως που θα μου μείνει αξέχαστο από τη δύσκολη μέρα και που μου φέρνει και τώρα δάκρυα στα μάτια ,δεν ήταν η στιγμή που μπήκε το φέρετρο στο χώμα, ούτε η οδύνη της χήρας, ούτε η στενοχώρια των παιδιών του κι όσων των αγαπούσαν. Γιατί όλοι παρηγοριούνται με τον καιρό κι έρχονται κι άλλες, χαρούμενες μέρες. Η τελευταία του επιθυμία με συγκλόνισε . Είχε κάνει το κουμάντο του ,να  μας προσφέρει σε όλους την ψαρόσουπα της παρηγοριάς, στην ψαροταβέρνα που απ’ έξω, δίπλα  στο δρομάκι , έδενε για χρόνια το άλογο κι αργότερα το γαϊδουράκι του .

Ο θείος ήταν ο πιο πολυφωτογραφημένος  παππούς της Εύβοιας. Που ως το τέλος είχε σαν μεταφορικό μέσο το πιστό του ζώο και μετακινιόταν με αυτό, γραφική φιγούρα ανάμεσα στα αυτοκίνητα.  Ο τελευταίος ,των τελευταίων που εκσυγχρονίστηκε.. Που έμεινε προσκολλημένος με επιμονή στον παλιό τρόπο ζωής, όσο τον βαστούσαν τα πόδια του, , χωρίς να πτοείται από τα πειράγματα και τις φωτογραφήσεις. Και που ήθελε αυτό  να το μοιραστεί μαζί μας, να τον αποχαιρετήσουμε εκεί,  σε εκείνο το μέρος που τόσο πολύ αγαπούσε. Αυτή ήταν  η επιθυμία του και έτσι η μάζωξη των συγγενών  απέκτησε νόημα ,  μας μαλάκωσε και μας έφερε πιο κοντά , σαν συγκολλητική ουσία και ξεχάσαμε τις περιουσίες και τις μοιρασιές .
Καλό ταξίδι μπάρμπα Χρόνη. Τα χρόνια σου να πάρουμε.    


Τρίτη, Ιουλίου 25, 2017

Σάββατο, Απριλίου 22, 2017

ΧΡΟΝΙΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για φωτογραφιες καλλιτεχνικες



     Στο προαύλιο της εκκλησίας του νεκροταφείου ήταν μαζεμένος κόσμος πολύς. Ένα μαυροντυμένο  πλήθος, παραφωνία μες το γελαστό Απριλιάτικο μεσημέρι , που ήρθε να αποχαιρετήσει τον νεκρό. Τον εξηντάχρονο επιτυχημένο μεγαλοστέλεχος γνωστής πολυεθνικής, που έφυγε  ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, ταράζοντας όλους για το απρόσμενο του θανάτου. Η Άννα πλησίασε με το άσπρο της  σμαρτάκι, σταμάτησε απέναντι στην άκρη του δρόμου για λίγο διστακτικά κι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να μπεί μέσα κι αν θα την αναγνώριζαν οι παλιοί της συνεργάτες ,  μετά από τριάντα χρόνια που είχε φύγει από την εταιρεία. Τι κοινό μπορεί πιά να έχει μ’ όλους αυτούς, που μάλιστα είχαν κάτι φοβιστικό κι απειλητικό , μες στα σκούρα τους ρούχα! Τελικά, επικράτησε η λογική . Θα μπεί αφού ήρθε ως εδώ, άλλωστε είχε και την περιέργεια να μάθει πως τα πήγαν στις ζωές τους. Τον άνθρωπο που έφυγε, παλιό της φίλο, τον έβλεπε κάπου κάπου επαγγελματικά, τον είχε μάλιστα συναντήσει τελευταία σε κάποιο συνέδριο. Αφού στρίμωξε το μικρό της αυτοκίνητο σε μιά θέση που δεν χωρούσαν τα άλλα, άρχισε χωρίς να βιάζεται να βαδίζει πρός το νεκροταφείο. Δεν τη βοηθούσαν οι ψηλοτάκουνες γόβες, αν και τόσα χρόνια είχε πιά συνηθίσει τη στολή εργασίας ,τα κομψά κοστούμια και τα ψηλά τακούνια. . Προσπάθησε να κυριαρχήσει στα συναισθήματά της.

    Ήταν νεαρό κορίτσι με πτυχία και μεταπτυχιακά όταν ξεκίνησε την καριέρα της στην εταιρεία που εργαζόταν κι ο μακαρίτης . Στον ανδροκρατούμενο τότε χώρο της τεχνολογίας που βρέθηκε, ήταν το αστέρι τους. Εργασιομανής και φιλόδοξη, πρώτη τα πρωινά έφτανε, αργά, σχεδόν τελευταία, τα βράδια αποχωρούσε. Γρήγορα άνοιξε τα φτερά της για άλλα πιο δύσκολα, εδώ και στο εξωτερικό. Για λίγο έμενε ικανοποιημένη με ότι έκανε. Όμως αναζητούσε διαρκώς την επόμενη επαγγελματική πρόκληση. Στο μεταξύ, από τα φοιτητικά τα χρόνια είχε κάνει και τον γάμο της με έναν ήσυχο τύπο,ερευνητή της Ιστορίας, που όπως ήταν κι αυτός χωμένος στις μελέτες του, δεν πολυπαρατηρούσε το πόσο αυτή έλειπε από το σπίτι.          
  Ξαφνικά, φωνές κι επιφωνήματα χαράς διέκοψαν τις σκέψεις της. Την αναγνώρισαν. Με το διακριτικά επιμελημένο της στυλ και την ψιλόλιγνη κορμοστασιά της, δεν μπορούσε   να περάσει απαρατήρητη. Έσφιξε δεκάδες χέρια, αγκάλιασε ανθρώπους που δεν της θύμιζαν τίποτα αλλά τους χαμογελούσε ευγενικά, προσπαθώντας να απαντήσει στις ερωτήσεις  τους, για τα εργασιακά και τα προσωπικά της. Της φαίνονταν όλοι πολύ μεγάλοι, με τις φαλακρίτσες και τα προκοιλάκια τους, οι περισσότεροι βέβαια συνταξιούχοι  αλλά νεάζοντες και καθόλου αποτραβηγμένοι  από τη ζωή. Κι έτσι όπως  είχαν παρασυρθεί από τις χαιρετούρες , σχεδόν ξέχασαν τον λόγο που βρίσκονταν  εκεί. Τον θυμήθηκαν βέβαια όταν είδαν το φέρετρο να βγαίνει από την πόρτα της εκκλησίας, ακολουθούμενο από το πλήθος των συγγενών και φίλων που το συνόδευαν προς την  ταφή.Τότε συνήλθαν κι  επανήλθαν στην πραγματικότητα. Η κουβέντα γύρισε στον θανόντα. Άρχισαν τα σχόλια.
    - Ο καημένος ο Ντίνος. Είναι άδικο. Νέος ήταν ακόμα. Και τόσο δραστήριος , άνθρωπος με όραμα και ιδέες.
    - Τον έφαγε η δουλειά.
    - Το παράκανε
    - Παραμέλησε την υγεία του.  Και το πλήρωσε.
    - Η χήρα του είναι πολύ νέα. Πόσο θα τον πενθήσει, σύντομα θα παρηγορηθεί.
Τα παιδιά του , από τον πρώτο του γάμο,ακολουθούσαν την πομπή σιωπηλά . Αυτά είχαν τον καιρό μπροστά τους. Η ζωή συνεχίζεται. Η Άννα χαμήλωσε το κεφάλι και ξαφνικά ένοιωσε απέραντη μοναξιά. Αυτό είναι λοιπόν. Τόσα, ατελείωτα χρόνια δουλειάς και ξαφνικά να φεύγεις μόνος. Γύρω σου η ζωή προχωράει.Αλλά εσύ δεν είσαι εκεί. Δεν θα είσαι ποτέ πια εκεί. Αυτό το ποτέ, της πάγωσε το αίμα. Ήθελε αμέσως ένα τσιγάρο. Αλλά δεν επιτρεπόταν. Μόνο εδώ δεν επιτρέπεται, σκέφτηκε. Εδώ που κυριαρχεί ο θάνατος.
    Στο κυλικείο πιο δίπλα, το σόου των κηδειών συνεχίστηκε. Μόνο οι στενοί συγγενείς, σιωπηλοί και αποτραβηγμένοι στις ειδικές θέσεις , έπιναν ήσυχα τον καφέ τους. Στην μεγάλη αίθουσα γινόταν πανηγύρι. Το πλήθος, πολύβουο και συνεχώς μετακινούμενο, συνέχιζε τις δημόσιες σχέσεις. Κάποιοι μάλιστα , ξεχνώντας εντελώς το γιατί ήταν εκεί, ξεφώνιζαν σχεδόν χαρούμενα κι αντάλλασσαν μεταξύ τους τηλέφωνα κι υποσχέσεις για επανασύνδεση και μελλοντικές συναντήσεις.
     - Να βρεθούμε βρε Άννα , να τα ξαναπούμε σύντομα κι όχι μετά από άλλα τριάντα χρόνια, άκουσε να της λένε
     - Βέβαια, βέβαια, τους διαβεβαίωνε ,εκείνη τη στιγμή σχεδόν το πίστευε.
    - Θα το οργανώσουμε εμείς, πετάχτηκαν δύο εύσωμες μεγαλοπιασμένες, μεσήλικες κυρίες,αλλά τα χαμόγελά τους φαίνονταν σαν αστείοι μορφασμοί από τα μπότοξ.
   Η Άννα τους παρατηρούσε λυπημένη. Τι κοινό πια έχει με αυτούς όλους... Στη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν, δεν έζησε τις χαρές και τις λύπες τους, τα οικογενειακά τους, ούτε καν τα εργασιακά τους. Της έδειχναν με καμάρι τις φωτογραφίες των παιδιών και των εγγονιών μέσα από τα κινητά, αλλά εκείνη δεν είχε ανάλογες να τους δείξει , αφού με τη δουλειά δεν βρήκε τον καιρό να κάνει δικά της παιδιά.  Είχαν μόνο να θυμούνται  εκείνα τα αξέχαστα  νεανικά τους χρόνια , τις εκδρομές και τις πλάκες τους, όλα, ακόμα και τα πιο δύσκολα της δουλειάς ωραιοποιημένα από την πατίνα του χρόνου κι ανεξίτηλα αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο του μυαλού. Είναι αυτό το τρελό της ανθρώπινης φύσης που ότι κι αν γίνει τα παλιά δεν τα ξεχνά.    
      Χαιρέτησε τυπικά τη χήρα, μα μπροστά στα παιδιά του κοντοστάθηκε. Ο  γιός ήταν τόσο ίδιος με τον πατέρα του όταν ήταν στην ηλικία του και του το είπε συγκινημένη.
   -Πηγαίναμε  τότε,  τρελά παιδιά για ελεύθερο κάμπινγκ και ψάρεμα σε  απομακρυσμένες παραλίες. Εσείς, δεν είχατε ακόμα γεννηθεί. Την κοιτούσαν με απορία.
    Ναι βέβαια. Ο πατέρας υπήρξε και νεαρός. Κι έκανε και τρέλες. Μαζί με αυτήν εδώ την κυρία θα σκέφτονταν. Η Άννα έριξε το βλέμμα στη φωτογραφία που ήταν για την περίσταση δίπλα στο τραπεζάκι. Ο σοβαρός κύριος που την κοιτούσε από κει της ήταν άγνωστος. Ο γιός του όμως της ήταν οικείος . Τον αγκάλιασε με απέραντη  θλίψη. Δεν πεθαίνεις όταν έχεις παιδιά σκέφτηκε μελαγχολικά.
    Και τα χρόνια έχουν πετάξει, χρόνια χελιδόνια ..... Κι η εγώ  η άμυαλη τ’ άφησα να φύγουν ζώντας φυλακισμένη ανάμεσα στους τοίχους πολυτελών γραφείων, δίπλα σε απρόσωπους ανταγωνιστικούς  συνεργάτες , που αγχωμένοι μιλούσαν συνεχώς στα τηλέφωνα και πατούσαν διαρκώς πλήκτρα, τακτοποιώντας λογαριασμούς και απαντώντας σε μέιλ.  Δεν έχω κάνει τίποτα  για μένα της ήρθε να φωνάξει, και ξαφνικά θυμήθηκε τον άντρα της. Της ήρθε στο νου η εικόνα του όπως τον πρωτογνώρισε.  Κι ένοιωσε μεγάλη επιθυμία να τον δεί αυτή τη στιγμή. Πόσο τον είχε παραμελήσει τελευταία με τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις!
  - Λοιπόν  θα σταματήσω τη δουλειά. Αρκετά ως εδώ. Φτάνει. Ανακοίνωσε δυνατά κι όλοι απόρησαν και σταμάτησαν την κουβέντα .
    -  Η Άννα κάνει σοβαρές δηλώσεις, την κορόιδεψαν. Αύριο , θα σου έχει περάσει . Μετά από έναν καλό ύπνο!
    - Είσαι εκείνο το είδος γυναίκας που κανένας άντρας δεν θέλει να έχει για σύντροφο, άκουσε. Αλλά δεν την ένοιαζε . Τους αποχαιρέτησε βιαστικά και βγήκε στο δρόμο.
     - Θα ξαναπάμε για κάμπινγκ. Θα ξαναζήσουμε ηλιοβασιλέματα, παραλίες, τσιπουράκια παρέες και χαρές. Είπε δυνατά στον εαυτό της σαν να ήταν τρίτος. Θα είμαστε εκεί, γιατί τα χελιδόνια θα γυρίσουν πίσω. Και πρέπει να μας βρουν ζωντανούς

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2016

ΤΑ ΤΡΙΑ "Σ"

      


Τους είχε χάσει από χρόνια. Από τότε που εκείνοι ανέβαιναν  κοινωνικά, ενώ εκείνος ξέπεφτε. Ήταν οι φίλοι του από το Δημοτικό σχολείο.  Μαζί μεγάλωναν , γειτονόπουλα στην Κυψέλη , αρχές  της  δεκαετίας  του 70.  Έτρεχαν στις αλάνες, αναψοκοκκινισμένα  πιτσιρίκια,  με κοντά  παντελονάκια και ξεχαρβαλωμένα παπούτσια. Κουτρουβαλούσαν στην οδό Κερκύρας  κυνηγώντας μια κατασκονισμένη μπάλα , έσπαζαν  κεφάλια και γόνατα κι ύστερα "τις τρώγανε "  στο σπίτι από τις μανάδες.  Αργότερα, μαζί  έκαναν   τις " κοπάνες"  απ' το σχολείο , το "Γυμνάσιον Αρρένων" της οδού Κυψέλης . Συνεννοούνταν  με τα μάτια την ώρα του μαθήματος.
-Την κάνουμε;
-Την κάνουμε.
     Κι έτσι αντί για το βαρετό μάθημα, τόσκαγαν  για μπάλα κι αργότερα, μαντράχαλοι πια της έκτης ,  βρισκόντουσαν στο στέκι τους το " Σελέκτ" στην οδό  Επτανήσου, που είχε το πιο λαχταριστό παγωτό Σικάγο στον κόσμο. Αν ήταν απογευματινοί , πήγαιναν  σινεμαδάκι στο "Κολοσσαίον" για κανένα αστυνομικό ή θρίλερ.
Η βασική παρέα ήταν τα τρία "Σ".  Σπύρος, Σωτήρης, Στάθης.  Κι από κοντά  κόλλαγαν κι άλλοι , ευκαιριακά. Το μπουλούκι, κατηφόριζε τη Φωκίωνος Νέγρη,  χοροπηδώντας με τρικλοποδιές και πειράγματα.
       Έτσι κυλούσαν  τα  χρόνια του εξατάξιου Γυμνασίου , πότε κατάφερναν και περνούσαν όλα τα μαθήματα τον Ιούνιο  και  πότε πήγαιναν για επανεξέταση τον Σεπτέμβρη  για να γίνουν  τα καλοκαίρια  τους  αφόρητα. Πώς να συγκεντρωθείς να διαβάσεις στο στενό σου δωμάτιο ενώ οι συμμαθητές  σου είχαν διακοπές, με τη ζέστη να σου θολώνει το μυαλό, τους γονείς να γκρινιάζουν κι όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς να έχουν συνωμοτήσει με τις αγριοφωνάρες τους να σε τιμωρήσουν, που όλο το χειμώνα τεμπέλιαζες. Κι όταν ερχόταν η ώρα της εξέτασης, ήσουν λιγότερο έτοιμος απ’ τον Ιούνιο κι ευτυχώς που  οι καθηγητές έδειχναν κατανόηση1
       Μετά το απολυτήριο η παρέα δεν διαλύθηκε. Χαλαροί και ρέμπελοι καθώς ήταν, δεν βιάζονταν για επαγγελματική αποκατάσταση. Τα δίκυκλα  και τα μπιλιάρδα είχαν πιο μεγάλο  ενδιαφέρον. Ευτυχώς το  χαρτζιλίκι  τους το εξασφάλιζαν εύκολα. Τότε ακόμα υπήρχαν δουλειές στις καφετέριες, τις βιοτεχνίες  και τα μαγαζιά  της περιοχής. Τα μεσημέρια περνούσαν με θόρυβο  μπροστά από των «θηλέων» κάνοντας φιγούρα   Στρίγκλιζαν τα φρένα, μαρσάριζαν οι μηχανές ,διαμαρτυρόντουσαν οι γείτονες στις στριμωγμένες πολυκατοικίες. Κρυφογελούσαν τα κορίτσια. Στα Σαββατιάτικα πάρτυ , χορεύοντας σφιχταγκαλιασμένα μπλουζ  εκδηλωνόντουσαν οι προτιμήσεις , που μετά γίνονταν τρυφεροί  έρωτες. Η αθωότητα της εποχής δεν επέτρεπε πολλά  πολλά. Οι πιο βιαστικοί διάλεγαν τις "εύκολες" γιατί τα καθώς πρέπει κορίτσια, μετά από  ένα φιλί ήθελαν σοβαρό  δεσμό  και δεν ήταν να μπλέξεις από τόσο νωρίς!
         «Άλλαι όμως αι βουλαί του Κυρίου», γιατί έπεσαν πάνω στις τρεις  συμμαθήτριες . Ο Σπύρος "κόλλησε" με τη Λίνα, μια εντυπωσιακή μελαχροινή  , φοιτήτρια της Νομικής , που ήταν "κορίτσι από σπίτι " με πατέρα εργολάβο  οικοδομών  και πολλά λεφτά ,τη  χρυσή  αυτή εποχή της αντιπαροχής . Ο  Στάθης  αγάπησε τη Βασούλα   της φιλοσοφικής, ένα γλυκό κορίτσι χαμηλών τόνων που τον κοίταζε στα μάτια .Τέλος , ο Σωτήρης, ο πιο ρέμπελος από τους τρεις, δέθηκε στο άρμα της  Μαρίας, που ήταν δυναμική και φιλόδοξη .Σπούδαζε στην Ανωτάτη Βιομηχανική  Πειραιά , που όπως και η Ανωτάτη Εμπορική στην Πατησίων,  ήταν τότε ανεξάρτητες σχολές και δεν ανήκαν στο Πανεπιστήμιο .  Οι καημένες οι κοπελίτσες  προσπαθούσαν  να  συμμαζέψουν τα ζωηρά αγόρια!  Ήταν ερωτευμένες  κι αποφασισμένες , γιατί ήταν ομορφόπαιδα   τα τρία παλικάρια. Έτσι σπρωγμένοι από εκείνες και με την πίεση και  των γονιών, πήραν επιτέλους σοβαρές αποφάσεις για το μέλλον τους. .
           Ο Σπύρος που έπιανε το χέρι του, γράφτηκε για σχεδιαστής στην Άκτο , ο Στάθης στη σχολή λογιστικής   Didacta κι  ο Σωτήρης στις σχολές Ωμέγα για μηχανικός αεροπλάνων, που ήταν τότε της μόδας λόγω της Ολυμπιακής  αεροπορίας.  Η παρέα των τριών , τώρα έγινε παρέα των έξι και η διασκέδαση συνεχίστηκε. Κλαμπάκια, ξενύχτια, χορός  στο  “On the Rocks”   της  Βάρκιζας , διακοπές σε ελεύθερο κάμπινκ. Ολα επιτρέπονται  στα νιάτα. Κι  όταν έφτασε  η ώρα η κακή για τ' αγόρια  να πάνε στο   στρατό,  ήρθαν  τα  δάκρυα ,οι  αποχωρισμοί , οι όρκοι,  και τα κορίτσια μπήκαν  στον αστερισμό  των στρατοπέδων. Που τις έχανες , που τις έβρισκες ,στους σταθμούς για  ταξίδια με τραίνα , πλοία , λεωφορεία, έφταναν μέχρι τα σύνορα για να συναντήσουν τ’ αγόρια.  Οι φαντάροι χρειάζονται ενθάρρυνση και δύο χρόνια υποχρεωτικής αγγαρείας  είναι πολλά. Πολλά, αλλά ευτυχώς που κάποτε   τα βάσανα τελειώνουν , για   τα διηγούνται  αργότερα στις παρέες , πότε σαν σπουδαία κατορθώματα  και πότε σαν φαρσοκωμωδίες.
       Κι ύστερα από το στρατό, ήρθε η ώρα  ....- ποιος  να το φανταζόταν -  να μπουν  τα παλιόπαιδα τ' ατίθασα, στην  τακτοποιημένη  μικροαστική καθημερινότητα με  παπά  και με κουμπάρο, πριν κλείσουν τα εικοσιεπτά!
        Ο Σπύρος με τη βοήθεια του πεθερού, προσγειώθηκε σε δικό του πολυτελές "ατελιέ"  στο Κολωνάκι να κάνει τον σχεδιαστή ρούχων. Και  λίγο η στήριξη της υψηλής κοινωνίας που του άνοιξε τα σαλόνια της, λίγο  η καλή του τύχη , άνθιζε και πλούτιζε μέσα στον απατηλό και φανταχτερό κόσμο της μόδας και των μόδιστρων.
       Ο Σωτηράκης, αφού δεν μπόρεσε να αποκτήσει το προσωπικό του αεροπλάνο, αρκέστηκε στο δωδεκάμετρο σκάφος του , που το άραζε στη μαρίνα της Γλυφάδας και που όταν το επέτρεπε ο καιρός , μαζί με τους καλεσμένους του αρμένιζε στο Αιγαίο. Οι δουλειές της εταιρίας  «ηλεκτρικός εξοπλισμός –Εισαγωγαί  Εξαγωγαί  »  που δημιούργησαν  με τη Μαρία, πήγαιναν πρίμα. Βέβαια είχε βοηθήσει κι ο μπαμπάκας. Μοναχοπαίδι και χαϊδεμένη  την είχε. Και πώς να μην πάνε καλά οι δουλειές όταν πια οι ηλεκτρικές συσκευές, έφταναν και στο πλέον
 απομακρυσμένο χωριό!
            Το τρίτο «Σ» ο Στάθης, ακολούθησε τη Βάσω της Φιλοσοφικής  στα Γιάννενα, όπου  αυτή διορίστηκε καθηγήτρια. Ξέχασε τα λογιστικά του και καταπιάστηκε με κτηνοτροφικά και τυροκομικά προϊόντα . Αλλά δεν είχε γνώση του αντικειμένου σαν παιδί της πόλης που ήταν και πήγε να το παίξει επιχειρηματίας, αναθέτοντας τη δουλειά  στα τσακάλια τους ντόπιους,  που όμως τον κορόιδευαν και τον έκλεβαν. Στο τέλος κάθε χρονιάς , όταν έκανε τη σούμα κι αφού είχε πρώτα καλύψει τις υποχρεώσεις του, γιατί ήταν κι έντιμος , με λύπη διαπίστωνε , ότι μόνο κάτι λίγα είχαν περισσέψει γι αυτόν και την οικογένειά του. Άργησε πολύ να προσαρμοστεί  στη νοοτροπία της κλειστής επαρχιώτικης κοινωνίας. Στην αρχή νοσταλγούσε  την αγαπημένη του Κυψέλη και γι αυτό φρόντιζε να επιστρέφει σ’ αυτήν  συχνά ,  αλλά αργότερα  όσο την έβλεπε να αλλάζει και να παρακμάζει , αραίωσε τις επισκέψεις του και τα τελευταία χρόνια  τις διέκοψε εντελώς. Έτσι βούλιαξε στην επαρχία, και σιγά σιγά συνήθισε τα κουτσομπολιά, την επιδειξιομανία και τη μονοτονία της.
-Ήθελα νάξερα τι σκέφτεσαι πάλι και  αφαιρέθηκες , τον  σκούντηξε τρυφερά  η κόρη του η Ελένη . Σε παρακαλώ, πρόσεξε το μωρό γιατί έχω γραπτά να διορθώσω κι έσπρωξε στο πλάι του το καροτσάκι με τον εγγονό του.
-Όλο γκρίνια και μουρμούρα είναι, σαν τη μακαρίτισσα τη μάνα της , μονολόγησε  ο Στάθης κι έψαξε για το τηλεκοντρόλ . Για να μη βλέπει στο μεσημεριανάδικο , τον παλιό του φίλο τον Σπύρο , να χαριεντίζεται με την παρουσιάστρια. Είχε καιρό να τον δει στην τηλεόραση . Εγωκεντρικός,  σνομπ, κοσμοπολίτης, με τα εκκεντρικά του  ρούχα , τη μακριά αλογοουρά και το ηλιοκαμένο χρώμα μες τον χειμώνα , φλυαρούσε  ακατάπαυστα με ενδιάμεσα αυτάρεσκα γελάκια. Το θέμα ήταν η Ανοιξιάτικη κολεξιόν του, που ήδη είχε παρουσιάσει σε Λονδίνο, Μιλάνο και Ν. Υόρκη και να επιτέλους , ήρθε η ώρα να τη δει και η πατρίδα. Η πατρίδα που έχει « κρίση», αλλά αυτό δεν αφορά τις φαντασμένες χαζοχαρούμενες συζύγους ή προστατευόμενες  ευκατάστατων κυρίων  που βγάζουν εύκολα λεφτά  με νόμιμο ή και λιγότερο νόμιμο τρόπο . «Του τηλεφωνούν  οι επώνυμες και  ανυπομονούν να εντυπωσιάσουν τις φίλες τους» συμπληρώνει με χάρη  και η ξανθιά δίμετρη μοντέλα που έχει φέρει μαζί του στην εκπομπή. Τον κοιτάζει συνέχεια στα μάτια ναζιάρα κι ετοιμοπόλεμη.
Λες να πάει και για τρίτο γάμο;  Αναρωτήθηκε  ο Στάθης κι έκλεισε την τηλεόραση. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μία  ακόμα χειμωνιάτικη μέρα τέλειωνε νωρίς κι ο ήλιος βιαζόταν να κρυφτεί.
Μέχρι κι αυτός με αποφεύγει , αναστέναξε λυπημένα. . Δυό περιστέρια που κάθονταν στο περβάζι άνοιξαν τα φτεράκια τους ξένοιαστα κι έφυγαν μακριά.



    

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2016

ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΦΩΦΩΣ



      Ο Κλέαρχος ,ήρθε  απόγευμα στο χωριό.  Ένα γλυκό απόγευμα του Σεπτέμβρη  ήρθε,  μαζί με όλη την παρέα του , τους " Αθηναίους " .  Έτσι τους φώναζαν , γιατί δεν έμοιαζαν με τους ντόπιους. Ήταν όμορφοι,καθαροί ,καλοντυμένοι, χαρούμενοι, φασαριόζοι,   "κύριοι της καλής κοινωνίας" . Στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου , αμέσως μετά τον πόλεμο του ' 40 όπου κυριαρχούσαν  η φτώχεια, η γκρίνια, ο θρήνος για τις απώλειες , μα πάνω απ' όλα το μίσος και η διχόνοια. Όμως τούτοι εδώ οι πρωτευουσιάνοι, πετυχημένοι σαραντάρηδες μεσοαστοί , έμποροι και βιοτέχνες δεν χαμπάριαζαν. Έχοντας την  ορμή της νεότητας  που την είχε όμως σφραγίσει ο πόλεμος, είχαν βρει τρόπους να τα καταφέρνουν. Όχι δεν είχαν σχέσεις με δωσίλογους και μαυραγορίτες της Κατοχής. Η δική τους παρέα ήταν μακριά από την πολιτική . Είχαν φτιάξει τα μαγαζιά τους πριν από τον πόλεμο κι ήταν όλοι αυτοδημιούργητοι,εργατικοί και ταλαντούχοι. Ζωηροί  εργένηδες και  ξέγνοιαστοι  γλεντζέδες  την περίοδο του μεσοπολέμου, στα σαλόνια και τα χοροδιδασκαλεία περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους Ήρθε όμως η  επιστράτευση και τέλος  η μποέμικη ζωή.  Ευτυχώς  λόγω ηλικίας, δεν πήγαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου , έμειναν στα μετόπισθεν,  ώσπου αποστρατεύτηκαν .Πανηγύρισαν όπως όλοι στους δρόμους  με την απελευθέρωση , όμως τα πράγματα ήταν  πια πολύ δύσκολα.
      Αν δεν ήσουν λαμόγιο ν' αρπάξεις την ευκαιρία, αν είχες μάθει να περπατάς μόνο στον  ίσιο δρόμο με σημαία τις αρχές σου , ήταν ζόρικα. Τούτοι εδώ όμως, δεν έχαναν το κέφι τους. Μισοκατεστραμένοι, αλλά ζωντανοί, ήταν έτοιμοι για δράση.. Η παντρειά ήταν μια λύση. Και στην επαρχία υπήρχαν πλούσιες νύφες.
      Έτσι  έφτασε στο χωριό εκείνο το απόγευμα  ο Κλέαρχος. Με τα άσπρα του παντελόνια, τα καλογυαλισμένα  του παπούτσια με τα κορδόνια , το ψαθάκι στο κεφάλι και το χρυσό του ρολόϊ. Ο στενός του φίλος ο Σπύρος τον έφερε,  που από εκεί ήταν  και η δική του γυναίκα. Θαμπώθηκε  η Φωφώ, η υποψήφια νύφη, που ήταν η μεγαλύτερη κόρη  μεγαλοκτηματία. Τι ήξερε αυτή από ζωή στα είκοσί  της. Γιαυτό και  δε λογάριασε τη διαφορά ηλικίας τους. .
    - Τον θέλω δήλωσε, να ξεφύγω από δω   κι έτρεξε στην κουζίνα να φέρει  το  γλυκό νεραντζάκι και το  κρύο νερό,  να κεράσει τους ξένους. Έτρεμαν τα πιατικά  από την ταραχή της πάνω στο  δίσκο με το  ολοκέντητο πετσετάκι με τα τριαντάφυλλα.  . Η παρέα είχε αράξει αναπαυτικά  στην φρεσκοασβεστωμένη αυλή,  πάνω στις ψάθινες καρέκλες , πλάι  στο πηγάδι , τις βιγόνιες και  τα γιασεμιά που μοσχομύριζαν. . Κρυφογελούσαν οι  Αθηναίοι κι έκαναν νοήματα μεταξύ τους. Παραφωνία ο προξενητής στη μέση, που ήταν σοβαρός και μετρημένος. Αυτός  δεν ξέχναγε στιγμή το στόχο. Έπρεπε να πετύχει. Άλλωστε παιζόταν κι η καλή του φήμη στο χωριό. Προετοιμαζόταν και για πρόεδρος!
         Η Φωφώ, πρόσφερε τα καλούδια της κι αμέσως  ντράπηκε κι έτρεξε μέσα να κρυφτεί. Η μικρότερη αδερφή της η Κούλα όμως , πιο  θαρρετή, βγήκε μπροστά και παρατηρούσε τους μουσαφιρέους ατάραχη. Δεν είχε ξαναδεί στα  δεκαοκτώ της  πιο  όμορφους άντρες. Τούτοι εδώ ήταν
τόσο διαφορετικοί απ' τους χωριάτες .
 Η μάνα της την τράβηξε μέσα με βιασύνη.
        -Φύγε εσύ , έχουμε τη μεγάλη πρώτα, της ψιθύρισε. Την επόμενη φορά εσύ.
Ο γαμπρός, σε εύθυμη διάθεση, αφού είχε πληροφορηθεί για τις χρυσές λίρες, τα οικόπεδα και τα κτήματα της προίκας, γύρισε στον πατέρα.
      - Τη θέλω. Μου αρέσει. Την παίρνω όπως είναι , πως το λένε.
      - Μα δε μιλήσατε, άσε να δούμε, να κάνουμε "πρόβα"...
      -Φώναξέ  την.  Μου αρέσει σου λέω.
Η μάνα έτρεξε να φέρει τη Φωφώ που έτρεμε.
      - Α! Όχι αυτήν, την άλλη θέλω, τη θαρρετή, θύμωσε ο γαμπρός. Η παρέα έσκασε στα γέλια.
      - Βρε χαζέ , εκείνη είναι μικρή, τη μεγαλύτερη  σου δίνουν.
Κατσούφιασε ο Κλέαρχος, χαμήλωσε κι άλλο το βλέμμα το σαστισμένο κορίτσι. Αλίμονό της, της Κούλας σκέφτηκε. Θα την καταχερίσω.
 Η μάνα την τράβηξε πιο μπροστά.
      - Μα Κλέαρχε ,  δες την, είναι όμορφη, έξυπνη, νοικοκυρά, μόνο λίγο ντροπαλή είναι, μα θα ξεθαρρέψει.
      -Θα ξεθαρρέψει, επανέλαβε σαν σε χορωδία  και η παρέα, είναι όμορφη. Να την πάρεις.
      -Την παίρνω , αποφάσισε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Κλέαρχος, και της άπλωσε το χέρι. Λίγο οι μυρωδιές του φθινοπώρου, λίγο η προίκα , λίγο η στιγμή, θάμπωσαν τα μάτια του κι ακούστηκε γρατζουνισμένη η φωνή του.
    - Άντε, και σύντομα ο γάμος , Με βιολιά, Εδώ, στο χωριό.
 Έτσι, η μικρή κι άβγαλτη χωριατοπούλα η Φωφώ, παντρεύτηκε τον κατά εικοσιτρία χρόνια μεγαλύτερό της  Κλέαρχο κι έγινε πρωτευουσιάνα. Για να μείνει  για πάντα καταπιεσμένη και   δουλική , ψάρι, έξω απ' τα νερά του. Και να τ' ακούει αργότερα κι απ' τα παιδιά της , πως  τον πήρε, τόσο μεγαλύτερό της.
      Η Κούλα, παντρεύτηκε τον Μήτσο τον συγχωριανό της , που ήταν κομμουνιστής  και  μόλις είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας ώστε να βγει  από τη φυλακή. Η καημένη δεν τον ήθελε,  γιατί ήταν άσχημος και  πολύ μεγαλύτερός της.  Οι δικοί της όμως  αν και αντίθετοι ιδεολογικά, της τον επέβαλαν με το ζόρι,  γιατί ήταν πλούσιος και θα ένωναν τα κτήματά τους. Λένε, πως δεν τον άντεχε  και μια νύχτα του όρμηξε με αναμμένα κάρβουνα, να τον κάψει στον ύπνο του.  Την έκλεισε σε  νευρολογική  κλινική για να την ξεφορτωθεί. Και   ποιος μεσολάβησε ώστε να βγει και να συνεχίσει να ζει μαζί του και με το παιδί τους; Ο Κλέαρχος φυσικά , που δεν έπαψε ποτέ να τη στηρίζει και να την προστατεύει, σαν καλός αδερφός. Ε! Ήταν και η πρώτη του επιλογή εκείνο το χαζό απόγευμα του προξενιού.  Που το φθινόπωρο μπήκε στη ζωή του.
     


     -












Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2016

ΟΙ ΑΛΛΟΤΙΝΟΙ ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΙ

Αγαπητέ πιτσιρίκο. 
Δεν μπορώ να κρατηθώ , σου γράφω ξέροντας ότι δεν προλαβαίνεις να διαβάζεις γράμματα αναγνωστών.
Αφορμή παίρνω από το κείμενο με τίτλο " Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ" της Βελγίδας που έγινε Ελληνίδα και τα βρίσκει όλα ωραία εδώ.
Η μητέρα μου είναι υπέργηρη και ψάχνω μία γηροκόμο να την φροντίζει κάποιες ώρες στο σπίτι.. Πρώτα απευθύνθηκα στην εκκλησία της γειτονιάς. Είδα ότι εκεί προσφέρονται συσσίτια και βοήθεια στους φτωχούς. Δεν μπορεί λέω, κάποια θα θέλει να εργαστεί. Ο παπάς μου έκανε παζάρια σαν να ενδιαφέρονταν να τακτοποιήσει κάποια δική του περίπτωση
"  Είναι λίγος ο μισθός, είναι πολλές οι ώρες , να κάνουμε λιγότερες τις μέρες κλπ" 
Τελικά, κράτησε τα στοιχεία μου , με ευλόγησε με τη φράση " ο Θεός μεθ' υμών" αλλά δεν μου έδωσε πολλές ελπίδες. Πράγματι δεν ενδιαφέρθηκε καμία κυρία . Προτιμούν να ζουν απο τη φιλανθρωπία και να φτιάχνουν φανουρόπιτες. 
Έβαλα μια αγγελία σε εφημερίδα. Με τα ίδια χρήματα. Έγινε χαμός από τις προσφορές. Οι περισσότερες ήταν Ελληνίδες. Και τότε κατάλαβα τι έχει γίνει στη χώρα μου. Γυναίκες κάθε ηλικίας, από 20 μέχρι 65 χρονών, να με παρακαλούν . Γυναίκες από αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε μεσαία τάξη. Οι περισσότερες είχαν δουλέψει σε μαγαζιά ή βιοτεχνίες που έκλεισαν , κάποιες είχαν οικογενειακές επιχειρήσεις που πτώχευσαν, αρκετές ήταν μορφωμένες  λογίστριες, φιλόλογοι,  νοσηλεύτριες κλπ. Μέχρι ένας άνεργος άνδρας με πήρε ,που είχε απελπιστεί μη βρίσκοντας κάτι άλλο." Θα είμαι υπομονετικός με τη γιαγιά θα την κάνω να γελάει , δοκιμάστε  με σας παρακαλώ."
Αυτή είναι η Ελλάδα του σήμερα. Αλλά είμαστε περιχαρακωμένοι στο μικρόκοσμό μας και δεν θέλουμε να ξέρουμε. Χάθηκαν οι αλλοτινοί μικροαστοί. Αυτοί που ο Ηλίας Πετρόπουλος έλεγε πως " χαράσσουν τη μοίρα της Ελλάδας." Τα " αήττητα κνώδαλα, οι άνθρωποι με τα χρυσά μανικετόκουμπα." Δεν έζησε για να δεί πως ηττήθηκαν δίχως πόλεμο.
Σε ευχαριστώ ,αν με διάβασες. Κι αν πάλι όχι δεν πειράζει. Τώρα που τα έγραψα αισθάνομαι καλύτερα.  Έχουν φύγει και τα παιδιά μου στο εξωτερικό κι έχω καημό. Να είσαι καλά

Γιώτα