Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2016

ΤΑ ΤΡΙΑ "Σ"

      


Τους είχε χάσει από χρόνια. Από τότε που εκείνοι ανέβαιναν  κοινωνικά, ενώ εκείνος ξέπεφτε. Ήταν οι φίλοι του από το Δημοτικό σχολείο.  Μαζί μεγάλωναν , γειτονόπουλα στην Κυψέλη , αρχές  της  δεκαετίας  του 70.  Έτρεχαν στις αλάνες, αναψοκοκκινισμένα  πιτσιρίκια,  με κοντά  παντελονάκια και ξεχαρβαλωμένα παπούτσια. Κουτρουβαλούσαν στην οδό Κερκύρας  κυνηγώντας μια κατασκονισμένη μπάλα , έσπαζαν  κεφάλια και γόνατα κι ύστερα "τις τρώγανε "  στο σπίτι από τις μανάδες.  Αργότερα, μαζί  έκαναν   τις " κοπάνες"  απ' το σχολείο , το "Γυμνάσιον Αρρένων" της οδού Κυψέλης . Συνεννοούνταν  με τα μάτια την ώρα του μαθήματος.
-Την κάνουμε;
-Την κάνουμε.
     Κι έτσι αντί για το βαρετό μάθημα, τόσκαγαν  για μπάλα κι αργότερα, μαντράχαλοι πια της έκτης ,  βρισκόντουσαν στο στέκι τους το " Σελέκτ" στην οδό  Επτανήσου, που είχε το πιο λαχταριστό παγωτό Σικάγο στον κόσμο. Αν ήταν απογευματινοί , πήγαιναν  σινεμαδάκι στο "Κολοσσαίον" για κανένα αστυνομικό ή θρίλερ.
Η βασική παρέα ήταν τα τρία "Σ".  Σπύρος, Σωτήρης, Στάθης.  Κι από κοντά  κόλλαγαν κι άλλοι , ευκαιριακά. Το μπουλούκι, κατηφόριζε τη Φωκίωνος Νέγρη,  χοροπηδώντας με τρικλοποδιές και πειράγματα.
       Έτσι κυλούσαν  τα  χρόνια του εξατάξιου Γυμνασίου , πότε κατάφερναν και περνούσαν όλα τα μαθήματα τον Ιούνιο  και  πότε πήγαιναν για επανεξέταση τον Σεπτέμβρη  για να γίνουν  τα καλοκαίρια  τους  αφόρητα. Πώς να συγκεντρωθείς να διαβάσεις στο στενό σου δωμάτιο ενώ οι συμμαθητές  σου είχαν διακοπές, με τη ζέστη να σου θολώνει το μυαλό, τους γονείς να γκρινιάζουν κι όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς να έχουν συνωμοτήσει με τις αγριοφωνάρες τους να σε τιμωρήσουν, που όλο το χειμώνα τεμπέλιαζες. Κι όταν ερχόταν η ώρα της εξέτασης, ήσουν λιγότερο έτοιμος απ’ τον Ιούνιο κι ευτυχώς που  οι καθηγητές έδειχναν κατανόηση1
       Μετά το απολυτήριο η παρέα δεν διαλύθηκε. Χαλαροί και ρέμπελοι καθώς ήταν, δεν βιάζονταν για επαγγελματική αποκατάσταση. Τα δίκυκλα  και τα μπιλιάρδα είχαν πιο μεγάλο  ενδιαφέρον. Ευτυχώς το  χαρτζιλίκι  τους το εξασφάλιζαν εύκολα. Τότε ακόμα υπήρχαν δουλειές στις καφετέριες, τις βιοτεχνίες  και τα μαγαζιά  της περιοχής. Τα μεσημέρια περνούσαν με θόρυβο  μπροστά από των «θηλέων» κάνοντας φιγούρα   Στρίγκλιζαν τα φρένα, μαρσάριζαν οι μηχανές ,διαμαρτυρόντουσαν οι γείτονες στις στριμωγμένες πολυκατοικίες. Κρυφογελούσαν τα κορίτσια. Στα Σαββατιάτικα πάρτυ , χορεύοντας σφιχταγκαλιασμένα μπλουζ  εκδηλωνόντουσαν οι προτιμήσεις , που μετά γίνονταν τρυφεροί  έρωτες. Η αθωότητα της εποχής δεν επέτρεπε πολλά  πολλά. Οι πιο βιαστικοί διάλεγαν τις "εύκολες" γιατί τα καθώς πρέπει κορίτσια, μετά από  ένα φιλί ήθελαν σοβαρό  δεσμό  και δεν ήταν να μπλέξεις από τόσο νωρίς!
         «Άλλαι όμως αι βουλαί του Κυρίου», γιατί έπεσαν πάνω στις τρεις  συμμαθήτριες . Ο Σπύρος "κόλλησε" με τη Λίνα, μια εντυπωσιακή μελαχροινή  , φοιτήτρια της Νομικής , που ήταν "κορίτσι από σπίτι " με πατέρα εργολάβο  οικοδομών  και πολλά λεφτά ,τη  χρυσή  αυτή εποχή της αντιπαροχής . Ο  Στάθης  αγάπησε τη Βασούλα   της φιλοσοφικής, ένα γλυκό κορίτσι χαμηλών τόνων που τον κοίταζε στα μάτια .Τέλος , ο Σωτήρης, ο πιο ρέμπελος από τους τρεις, δέθηκε στο άρμα της  Μαρίας, που ήταν δυναμική και φιλόδοξη .Σπούδαζε στην Ανωτάτη Βιομηχανική  Πειραιά , που όπως και η Ανωτάτη Εμπορική στην Πατησίων,  ήταν τότε ανεξάρτητες σχολές και δεν ανήκαν στο Πανεπιστήμιο .  Οι καημένες οι κοπελίτσες  προσπαθούσαν  να  συμμαζέψουν τα ζωηρά αγόρια!  Ήταν ερωτευμένες  κι αποφασισμένες , γιατί ήταν ομορφόπαιδα   τα τρία παλικάρια. Έτσι σπρωγμένοι από εκείνες και με την πίεση και  των γονιών, πήραν επιτέλους σοβαρές αποφάσεις για το μέλλον τους. .
           Ο Σπύρος που έπιανε το χέρι του, γράφτηκε για σχεδιαστής στην Άκτο , ο Στάθης στη σχολή λογιστικής   Didacta κι  ο Σωτήρης στις σχολές Ωμέγα για μηχανικός αεροπλάνων, που ήταν τότε της μόδας λόγω της Ολυμπιακής  αεροπορίας.  Η παρέα των τριών , τώρα έγινε παρέα των έξι και η διασκέδαση συνεχίστηκε. Κλαμπάκια, ξενύχτια, χορός  στο  “On the Rocks”   της  Βάρκιζας , διακοπές σε ελεύθερο κάμπινκ. Ολα επιτρέπονται  στα νιάτα. Κι  όταν έφτασε  η ώρα η κακή για τ' αγόρια  να πάνε στο   στρατό,  ήρθαν  τα  δάκρυα ,οι  αποχωρισμοί , οι όρκοι,  και τα κορίτσια μπήκαν  στον αστερισμό  των στρατοπέδων. Που τις έχανες , που τις έβρισκες ,στους σταθμούς για  ταξίδια με τραίνα , πλοία , λεωφορεία, έφταναν μέχρι τα σύνορα για να συναντήσουν τ’ αγόρια.  Οι φαντάροι χρειάζονται ενθάρρυνση και δύο χρόνια υποχρεωτικής αγγαρείας  είναι πολλά. Πολλά, αλλά ευτυχώς που κάποτε   τα βάσανα τελειώνουν , για   τα διηγούνται  αργότερα στις παρέες , πότε σαν σπουδαία κατορθώματα  και πότε σαν φαρσοκωμωδίες.
       Κι ύστερα από το στρατό, ήρθε η ώρα  ....- ποιος  να το φανταζόταν -  να μπουν  τα παλιόπαιδα τ' ατίθασα, στην  τακτοποιημένη  μικροαστική καθημερινότητα με  παπά  και με κουμπάρο, πριν κλείσουν τα εικοσιεπτά!
        Ο Σπύρος με τη βοήθεια του πεθερού, προσγειώθηκε σε δικό του πολυτελές "ατελιέ"  στο Κολωνάκι να κάνει τον σχεδιαστή ρούχων. Και  λίγο η στήριξη της υψηλής κοινωνίας που του άνοιξε τα σαλόνια της, λίγο  η καλή του τύχη , άνθιζε και πλούτιζε μέσα στον απατηλό και φανταχτερό κόσμο της μόδας και των μόδιστρων.
       Ο Σωτηράκης, αφού δεν μπόρεσε να αποκτήσει το προσωπικό του αεροπλάνο, αρκέστηκε στο δωδεκάμετρο σκάφος του , που το άραζε στη μαρίνα της Γλυφάδας και που όταν το επέτρεπε ο καιρός , μαζί με τους καλεσμένους του αρμένιζε στο Αιγαίο. Οι δουλειές της εταιρίας  «ηλεκτρικός εξοπλισμός –Εισαγωγαί  Εξαγωγαί  »  που δημιούργησαν  με τη Μαρία, πήγαιναν πρίμα. Βέβαια είχε βοηθήσει κι ο μπαμπάκας. Μοναχοπαίδι και χαϊδεμένη  την είχε. Και πώς να μην πάνε καλά οι δουλειές όταν πια οι ηλεκτρικές συσκευές, έφταναν και στο πλέον
 απομακρυσμένο χωριό!
            Το τρίτο «Σ» ο Στάθης, ακολούθησε τη Βάσω της Φιλοσοφικής  στα Γιάννενα, όπου  αυτή διορίστηκε καθηγήτρια. Ξέχασε τα λογιστικά του και καταπιάστηκε με κτηνοτροφικά και τυροκομικά προϊόντα . Αλλά δεν είχε γνώση του αντικειμένου σαν παιδί της πόλης που ήταν και πήγε να το παίξει επιχειρηματίας, αναθέτοντας τη δουλειά  στα τσακάλια τους ντόπιους,  που όμως τον κορόιδευαν και τον έκλεβαν. Στο τέλος κάθε χρονιάς , όταν έκανε τη σούμα κι αφού είχε πρώτα καλύψει τις υποχρεώσεις του, γιατί ήταν κι έντιμος , με λύπη διαπίστωνε , ότι μόνο κάτι λίγα είχαν περισσέψει γι αυτόν και την οικογένειά του. Άργησε πολύ να προσαρμοστεί  στη νοοτροπία της κλειστής επαρχιώτικης κοινωνίας. Στην αρχή νοσταλγούσε  την αγαπημένη του Κυψέλη και γι αυτό φρόντιζε να επιστρέφει σ’ αυτήν  συχνά ,  αλλά αργότερα  όσο την έβλεπε να αλλάζει και να παρακμάζει , αραίωσε τις επισκέψεις του και τα τελευταία χρόνια  τις διέκοψε εντελώς. Έτσι βούλιαξε στην επαρχία, και σιγά σιγά συνήθισε τα κουτσομπολιά, την επιδειξιομανία και τη μονοτονία της.
-Ήθελα νάξερα τι σκέφτεσαι πάλι και  αφαιρέθηκες , τον  σκούντηξε τρυφερά  η κόρη του η Ελένη . Σε παρακαλώ, πρόσεξε το μωρό γιατί έχω γραπτά να διορθώσω κι έσπρωξε στο πλάι του το καροτσάκι με τον εγγονό του.
-Όλο γκρίνια και μουρμούρα είναι, σαν τη μακαρίτισσα τη μάνα της , μονολόγησε  ο Στάθης κι έψαξε για το τηλεκοντρόλ . Για να μη βλέπει στο μεσημεριανάδικο , τον παλιό του φίλο τον Σπύρο , να χαριεντίζεται με την παρουσιάστρια. Είχε καιρό να τον δει στην τηλεόραση . Εγωκεντρικός,  σνομπ, κοσμοπολίτης, με τα εκκεντρικά του  ρούχα , τη μακριά αλογοουρά και το ηλιοκαμένο χρώμα μες τον χειμώνα , φλυαρούσε  ακατάπαυστα με ενδιάμεσα αυτάρεσκα γελάκια. Το θέμα ήταν η Ανοιξιάτικη κολεξιόν του, που ήδη είχε παρουσιάσει σε Λονδίνο, Μιλάνο και Ν. Υόρκη και να επιτέλους , ήρθε η ώρα να τη δει και η πατρίδα. Η πατρίδα που έχει « κρίση», αλλά αυτό δεν αφορά τις φαντασμένες χαζοχαρούμενες συζύγους ή προστατευόμενες  ευκατάστατων κυρίων  που βγάζουν εύκολα λεφτά  με νόμιμο ή και λιγότερο νόμιμο τρόπο . «Του τηλεφωνούν  οι επώνυμες και  ανυπομονούν να εντυπωσιάσουν τις φίλες τους» συμπληρώνει με χάρη  και η ξανθιά δίμετρη μοντέλα που έχει φέρει μαζί του στην εκπομπή. Τον κοιτάζει συνέχεια στα μάτια ναζιάρα κι ετοιμοπόλεμη.
Λες να πάει και για τρίτο γάμο;  Αναρωτήθηκε  ο Στάθης κι έκλεισε την τηλεόραση. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μία  ακόμα χειμωνιάτικη μέρα τέλειωνε νωρίς κι ο ήλιος βιαζόταν να κρυφτεί.
Μέχρι κι αυτός με αποφεύγει , αναστέναξε λυπημένα. . Δυό περιστέρια που κάθονταν στο περβάζι άνοιξαν τα φτεράκια τους ξένοιαστα κι έφυγαν μακριά.



    

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2016

ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΦΩΦΩΣ



      Ο Κλέαρχος ,ήρθε  απόγευμα στο χωριό.  Ένα γλυκό απόγευμα του Σεπτέμβρη  ήρθε,  μαζί με όλη την παρέα του , τους " Αθηναίους " .  Έτσι τους φώναζαν , γιατί δεν έμοιαζαν με τους ντόπιους. Ήταν όμορφοι,καθαροί ,καλοντυμένοι, χαρούμενοι, φασαριόζοι,   "κύριοι της καλής κοινωνίας" . Στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου , αμέσως μετά τον πόλεμο του ' 40 όπου κυριαρχούσαν  η φτώχεια, η γκρίνια, ο θρήνος για τις απώλειες , μα πάνω απ' όλα το μίσος και η διχόνοια. Όμως τούτοι εδώ οι πρωτευουσιάνοι, πετυχημένοι σαραντάρηδες μεσοαστοί , έμποροι και βιοτέχνες δεν χαμπάριαζαν. Έχοντας την  ορμή της νεότητας  που την είχε όμως σφραγίσει ο πόλεμος, είχαν βρει τρόπους να τα καταφέρνουν. Όχι δεν είχαν σχέσεις με δωσίλογους και μαυραγορίτες της Κατοχής. Η δική τους παρέα ήταν μακριά από την πολιτική . Είχαν φτιάξει τα μαγαζιά τους πριν από τον πόλεμο κι ήταν όλοι αυτοδημιούργητοι,εργατικοί και ταλαντούχοι. Ζωηροί  εργένηδες και  ξέγνοιαστοι  γλεντζέδες  την περίοδο του μεσοπολέμου, στα σαλόνια και τα χοροδιδασκαλεία περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους Ήρθε όμως η  επιστράτευση και τέλος  η μποέμικη ζωή.  Ευτυχώς  λόγω ηλικίας, δεν πήγαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου , έμειναν στα μετόπισθεν,  ώσπου αποστρατεύτηκαν .Πανηγύρισαν όπως όλοι στους δρόμους  με την απελευθέρωση , όμως τα πράγματα ήταν  πια πολύ δύσκολα.
      Αν δεν ήσουν λαμόγιο ν' αρπάξεις την ευκαιρία, αν είχες μάθει να περπατάς μόνο στον  ίσιο δρόμο με σημαία τις αρχές σου , ήταν ζόρικα. Τούτοι εδώ όμως, δεν έχαναν το κέφι τους. Μισοκατεστραμένοι, αλλά ζωντανοί, ήταν έτοιμοι για δράση.. Η παντρειά ήταν μια λύση. Και στην επαρχία υπήρχαν πλούσιες νύφες.
      Έτσι  έφτασε στο χωριό εκείνο το απόγευμα  ο Κλέαρχος. Με τα άσπρα του παντελόνια, τα καλογυαλισμένα  του παπούτσια με τα κορδόνια , το ψαθάκι στο κεφάλι και το χρυσό του ρολόϊ. Ο στενός του φίλος ο Σπύρος τον έφερε,  που από εκεί ήταν  και η δική του γυναίκα. Θαμπώθηκε  η Φωφώ, η υποψήφια νύφη, που ήταν η μεγαλύτερη κόρη  μεγαλοκτηματία. Τι ήξερε αυτή από ζωή στα είκοσί  της. Γιαυτό και  δε λογάριασε τη διαφορά ηλικίας τους. .
    - Τον θέλω δήλωσε, να ξεφύγω από δω   κι έτρεξε στην κουζίνα να φέρει  το  γλυκό νεραντζάκι και το  κρύο νερό,  να κεράσει τους ξένους. Έτρεμαν τα πιατικά  από την ταραχή της πάνω στο  δίσκο με το  ολοκέντητο πετσετάκι με τα τριαντάφυλλα.  . Η παρέα είχε αράξει αναπαυτικά  στην φρεσκοασβεστωμένη αυλή,  πάνω στις ψάθινες καρέκλες , πλάι  στο πηγάδι , τις βιγόνιες και  τα γιασεμιά που μοσχομύριζαν. . Κρυφογελούσαν οι  Αθηναίοι κι έκαναν νοήματα μεταξύ τους. Παραφωνία ο προξενητής στη μέση, που ήταν σοβαρός και μετρημένος. Αυτός  δεν ξέχναγε στιγμή το στόχο. Έπρεπε να πετύχει. Άλλωστε παιζόταν κι η καλή του φήμη στο χωριό. Προετοιμαζόταν και για πρόεδρος!
         Η Φωφώ, πρόσφερε τα καλούδια της κι αμέσως  ντράπηκε κι έτρεξε μέσα να κρυφτεί. Η μικρότερη αδερφή της η Κούλα όμως , πιο  θαρρετή, βγήκε μπροστά και παρατηρούσε τους μουσαφιρέους ατάραχη. Δεν είχε ξαναδεί στα  δεκαοκτώ της  πιο  όμορφους άντρες. Τούτοι εδώ ήταν
τόσο διαφορετικοί απ' τους χωριάτες .
 Η μάνα της την τράβηξε μέσα με βιασύνη.
        -Φύγε εσύ , έχουμε τη μεγάλη πρώτα, της ψιθύρισε. Την επόμενη φορά εσύ.
Ο γαμπρός, σε εύθυμη διάθεση, αφού είχε πληροφορηθεί για τις χρυσές λίρες, τα οικόπεδα και τα κτήματα της προίκας, γύρισε στον πατέρα.
      - Τη θέλω. Μου αρέσει. Την παίρνω όπως είναι , πως το λένε.
      - Μα δε μιλήσατε, άσε να δούμε, να κάνουμε "πρόβα"...
      -Φώναξέ  την.  Μου αρέσει σου λέω.
Η μάνα έτρεξε να φέρει τη Φωφώ που έτρεμε.
      - Α! Όχι αυτήν, την άλλη θέλω, τη θαρρετή, θύμωσε ο γαμπρός. Η παρέα έσκασε στα γέλια.
      - Βρε χαζέ , εκείνη είναι μικρή, τη μεγαλύτερη  σου δίνουν.
Κατσούφιασε ο Κλέαρχος, χαμήλωσε κι άλλο το βλέμμα το σαστισμένο κορίτσι. Αλίμονό της, της Κούλας σκέφτηκε. Θα την καταχερίσω.
 Η μάνα την τράβηξε πιο μπροστά.
      - Μα Κλέαρχε ,  δες την, είναι όμορφη, έξυπνη, νοικοκυρά, μόνο λίγο ντροπαλή είναι, μα θα ξεθαρρέψει.
      -Θα ξεθαρρέψει, επανέλαβε σαν σε χορωδία  και η παρέα, είναι όμορφη. Να την πάρεις.
      -Την παίρνω , αποφάσισε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Κλέαρχος, και της άπλωσε το χέρι. Λίγο οι μυρωδιές του φθινοπώρου, λίγο η προίκα , λίγο η στιγμή, θάμπωσαν τα μάτια του κι ακούστηκε γρατζουνισμένη η φωνή του.
    - Άντε, και σύντομα ο γάμος , Με βιολιά, Εδώ, στο χωριό.
 Έτσι, η μικρή κι άβγαλτη χωριατοπούλα η Φωφώ, παντρεύτηκε τον κατά εικοσιτρία χρόνια μεγαλύτερό της  Κλέαρχο κι έγινε πρωτευουσιάνα. Για να μείνει  για πάντα καταπιεσμένη και   δουλική , ψάρι, έξω απ' τα νερά του. Και να τ' ακούει αργότερα κι απ' τα παιδιά της , πως  τον πήρε, τόσο μεγαλύτερό της.
      Η Κούλα, παντρεύτηκε τον Μήτσο τον συγχωριανό της , που ήταν κομμουνιστής  και  μόλις είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας ώστε να βγει  από τη φυλακή. Η καημένη δεν τον ήθελε,  γιατί ήταν άσχημος και  πολύ μεγαλύτερός της.  Οι δικοί της όμως  αν και αντίθετοι ιδεολογικά, της τον επέβαλαν με το ζόρι,  γιατί ήταν πλούσιος και θα ένωναν τα κτήματά τους. Λένε, πως δεν τον άντεχε  και μια νύχτα του όρμηξε με αναμμένα κάρβουνα, να τον κάψει στον ύπνο του.  Την έκλεισε σε  νευρολογική  κλινική για να την ξεφορτωθεί. Και   ποιος μεσολάβησε ώστε να βγει και να συνεχίσει να ζει μαζί του και με το παιδί τους; Ο Κλέαρχος φυσικά , που δεν έπαψε ποτέ να τη στηρίζει και να την προστατεύει, σαν καλός αδερφός. Ε! Ήταν και η πρώτη του επιλογή εκείνο το χαζό απόγευμα του προξενιού.  Που το φθινόπωρο μπήκε στη ζωή του.
     


     -












Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2016

ΟΙ ΑΛΛΟΤΙΝΟΙ ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΙ

Αγαπητέ πιτσιρίκο. 
Δεν μπορώ να κρατηθώ , σου γράφω ξέροντας ότι δεν προλαβαίνεις να διαβάζεις γράμματα αναγνωστών.
Αφορμή παίρνω από το κείμενο με τίτλο " Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ" της Βελγίδας που έγινε Ελληνίδα και τα βρίσκει όλα ωραία εδώ.
Η μητέρα μου είναι υπέργηρη και ψάχνω μία γηροκόμο να την φροντίζει κάποιες ώρες στο σπίτι.. Πρώτα απευθύνθηκα στην εκκλησία της γειτονιάς. Είδα ότι εκεί προσφέρονται συσσίτια και βοήθεια στους φτωχούς. Δεν μπορεί λέω, κάποια θα θέλει να εργαστεί. Ο παπάς μου έκανε παζάρια σαν να ενδιαφέρονταν να τακτοποιήσει κάποια δική του περίπτωση
"  Είναι λίγος ο μισθός, είναι πολλές οι ώρες , να κάνουμε λιγότερες τις μέρες κλπ" 
Τελικά, κράτησε τα στοιχεία μου , με ευλόγησε με τη φράση " ο Θεός μεθ' υμών" αλλά δεν μου έδωσε πολλές ελπίδες. Πράγματι δεν ενδιαφέρθηκε καμία κυρία . Προτιμούν να ζουν απο τη φιλανθρωπία και να φτιάχνουν φανουρόπιτες. 
Έβαλα μια αγγελία σε εφημερίδα. Με τα ίδια χρήματα. Έγινε χαμός από τις προσφορές. Οι περισσότερες ήταν Ελληνίδες. Και τότε κατάλαβα τι έχει γίνει στη χώρα μου. Γυναίκες κάθε ηλικίας, από 20 μέχρι 65 χρονών, να με παρακαλούν . Γυναίκες από αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε μεσαία τάξη. Οι περισσότερες είχαν δουλέψει σε μαγαζιά ή βιοτεχνίες που έκλεισαν , κάποιες είχαν οικογενειακές επιχειρήσεις που πτώχευσαν, αρκετές ήταν μορφωμένες  λογίστριες, φιλόλογοι,  νοσηλεύτριες κλπ. Μέχρι ένας άνεργος άνδρας με πήρε ,που είχε απελπιστεί μη βρίσκοντας κάτι άλλο." Θα είμαι υπομονετικός με τη γιαγιά θα την κάνω να γελάει , δοκιμάστε  με σας παρακαλώ."
Αυτή είναι η Ελλάδα του σήμερα. Αλλά είμαστε περιχαρακωμένοι στο μικρόκοσμό μας και δεν θέλουμε να ξέρουμε. Χάθηκαν οι αλλοτινοί μικροαστοί. Αυτοί που ο Ηλίας Πετρόπουλος έλεγε πως " χαράσσουν τη μοίρα της Ελλάδας." Τα " αήττητα κνώδαλα, οι άνθρωποι με τα χρυσά μανικετόκουμπα." Δεν έζησε για να δεί πως ηττήθηκαν δίχως πόλεμο.
Σε ευχαριστώ ,αν με διάβασες. Κι αν πάλι όχι δεν πειράζει. Τώρα που τα έγραψα αισθάνομαι καλύτερα.  Έχουν φύγει και τα παιδιά μου στο εξωτερικό κι έχω καημό. Να είσαι καλά

Γιώτα

Πέμπτη, Ιουλίου 28, 2016

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΚΙΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ



     . "Χέρι με χέρι έφτασε και στα δικά μου χέρια" όλο αυτό το υλικό    Γράμματα, κάρτες, φωτογραφίες, κιτρινισμένα και μισοσκισμένα  αποκόμματα από παλιές εφημερίδες που ο παραλήπτης τους είχε προσεχτικά κρατήσει .Αναφέρονται  στην  περίοδο από το  1920 ως τις μέρες μας.   Κι εγώ σαν καλός απόγονος πρέπει  να τα ταξινομήσω και να τα διαφυλάξω. Είναι αυτές οι "ασήμαντες"  ζωές των καθημερινών ανθρώπων , που κανένα δελτίο ειδήσεων δεν θα ασχοληθεί μαζί τους  και μόνο αν δεν τους ξεχάσουμε εμείς  οι δικοί τους, θα συνεχίσουν να υπάρχουν μετά τη  βιολογική τους απουσία.  .
           Τα χέρια μου ξεφυλλίζουν τα χαρτιά  με ανυπομονησία,  τα μάτια μου   θαμπώνουν από  τη συγκίνηση. Γενιές και γενιές περνούν από  μπροστά μου, σαν κινηματογραφική ταινία. . Πίσω από τις παλιές φωτογραφίες κρύβονται αγάπες,  κρυφές και φανερές,  έριδες οικογενειακές , αξεπέραστα   πάθη και μίση ,μυστικά  ανθρώπων που ήταν τόσο ίδιοι αλλά και τόσο διαφορετικοί από μας. Αγάπησαν , πόνεσαν, δούλεψαν, ονειρεύτηκαν, μάλωσαν, έκλαψαν , γέλασαν, διασκέδασαν ΕΖΗΣΑΝ . Είδαν πολέμους, αρρώστιες, πείνα, μετανάστευση, ευημερία, θανάτους , αλλά και καινούρια μωρά που έφερναν πάλι την ελπίδα.Τα ονόματά τους ήταν μιας άλλης εποχής. Γιαννακός, Πάϊκος, Καλλίτσα, Μήτσος, Παναγιούλα, Γιαννούλα, Λέλα, Γιωργής, Κούλα.
           Βρήκα μισθωτήρια συμφωνητικά, με μισθώματα  πληθωρικά κατοχικά χρήματα με πολλά μηδενικά, ένα   " πρωτόκολλο πλειοδοτικής δημοπρασίας του 1941 , έμπροσθεν του καφενείου του Παναγή Κωνσταντόπουλου , υπό του εκκλησιαστικού συμβουλίου του εν Δίβριτσα  Ιερού ναού Αγίου Νικολάου " ,  ένα εκχωρητικό έγγραφο παραίτησης από κληρονομικά δικαιώματα που συνετάγη " εν Δες Μόϊνες ( Des Moines )"  της πολιτείας  Iowa  των ΗΠΑ.  Βρήκα φλογερά γράμματα αγάπης, αλλά και άλλα παραπονεμένα, ανήσυχα, ανυπόμονα, απαιτητικά, γράμματα που ανακοίνωναν γάμους, γεννήσεις, αναχωρήσεις, αφίξεις , αρρώστιες,  θανάτους. Γράμματα που παρηγορούσαν, εκλιπαρούσαν  συγγνώμη, περιέγραφαν βαθιά αισθήματα αιώνιας αφοσίωσης, ,ρύθμιζαν συναντήσεις και δουλειές. Ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας, πιο λυρικός και συναισθηματικός, τότε που δεν υπήρχαν κινητά και οι  τηλεφωνικές κλήσεις κόστιζαν ακριβά.
             Τις φωτογραφίες τις χώρισα στα δυο. Από τη μία εκείνες των ξενιτεμένων στην Αμερική αδερφών κι από την άλλη τις εγχώριες .Στις πρώτες έβλεπες χαρούμενα, λαμπερά πρόσωπα , μαζί με  τα ροδομάγουλα  καλοντυμένα  παιδιά τους  και τα  μαλλιά στολισμένα με φιόγκους,  στα σπίτια τους, στις εξοχές τους , στις γιορτές τους , που σου φώναζαν πόσο επιτυχημένοι είναι στη γη της επαγγελίας. Στις δεύτερες έβλεπες όλη την μιζέρια και τη φτώχεια της μεταπολεμικής  Ελλάδας. Βασανισμένες,  κακογερασμένες  γυναίκες με τα μωρά τους  αγκαλιά και κανα δυο  αδύνατα κουτσούβελα τριγύρω , άντρες με την αγωνία της επιβίωσης στα μάτια, , χωματόδρομους γεμάτους λασπόνερα , χαμόσπιτα κι αυλές  μέσα στ' ανήλιαγα σοκάκια.
Είναι τόσο άδικο που χωρίστηκαν  τα αδέρφια, με αποτέλεσμα  τα παιδιά τους να  μιλούν διαφορετικές γλώσσες στις δυο πατρίδες!.
               Διαβάζω , τι λέω , καταβροχθίζω τα γράμματα  και  τα ταξινομώ,  φτιάχνοντας αρχεία.  Σημειώνω πίσω από κάθε φωτογραφία, ποιος είναι ποιος   Εικόνες άλλων εποχών περνούν  μπροστά στα μάτια μου κι η φαντασία μου συμπληρώνει  ότι δεν βλέπει.  Πρέπει να τους διασώσω από τη λήθη, να τους προσφέρω ένα είδος αθανασίας.  Γιατί αλλιώς δεν θα τους ξέρει κανείς από τις επόμενες γενιές ,  θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. . Κι όμως είχαν γεμάτες, δημιουργικές  ζωές, κι εγώ ο απόγονος , είμαι εδώ , μάρτυρας αδιάψευστος. Τους συμπονώ γιατί  δεν θα μάθουν  ποτέ τι  έχει συμβεί  αφότου έφυγαν, , έχουν χάσει την συνέχεια. .Γίνονται πράγματα χωρίς αυτούς , δεν χάλασε δα κι ο κόσμος επειδή  δεν είναι πια εδώ. .
            Σηκώνομαι και τραβώ για την κουζίνα. Ανοίγω το ψυγείο κι αρπάζω ένα ζουμερό ροδάκινο. Αυτή η στιγμή είναι δική μου, σκέπτομαι και το δαγκώνω με ευχαρίστηση. Αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να μου την πάρει κανείς.

   
























Τετάρτη, Ιουνίου 29, 2016

ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟ ΘΕΙΟ



    Έζησες όπως ήθελες. Χωρίς κανόνες, υποχρεώσεις, καθήκοντα. Μια ζωή όμως που απείχε πολύ από το να είναι συναρπαστική. Έλεγες πως δεν είχες τη δυνατότητα να την κάνεις καλύτερη. Νόμιζες πως δεν μπορούσες. Κι όμως στα παιδικά σου χρόνια είχες πάρει από τον πατέρα σου τόση αγάπη και υποστήριξη. Σε ξεχώριζε από τις κόρες του γιατί "είχες τ' όνομά του " όπως συνήθιζε να λέει. Είχε χάσει και το πεντάχρονο αδερφάκι σου στο μεταξύ κι εσύ ήσουν πια ο μοναχογιός! Από τη μάνα πήρες μόνο τα απαραίτητα. Εκείνη δεν έπαψε ποτέ να σε συγκρίνει με το άλλο αδικοχαμένο παιδάκι της που έλεγαν όλοι ότι ήταν χαρισματικό . Ήταν μια μικρή  άβουλη,όχι ιδιαίτερα έξυπνη  χωριατοπούλα , δίπλα σε έναν αυταρχικό σύζυγο που την περνούσε 23 χρόνια!  Φορτώθηκε νωρίς νωρίς ,μεγάλη  οικογένεια και υποχρεώσεις στην πρωτεύουσα  χωρίς καμία βοήθεια .Δύσκολα τα κατάφερνε. , ελλιπής σε όλα της κι ο  σύζυγος απαιτητικός, δύστροπος και συνήθως απών.  
    Από μικρός ήσουν ατίθασος κι ανυπάκουος. Άλλαξες πολλά σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά , πουθενά δε στέριωνες, έτρεχαν οι γονείς με δώρα να παρακαλούν  τους δασκάλους σου για να περάσεις τις τάξεις. Στο τέλος κάθε χρονιάς, η οικογένεια ζούσε ένα δράμα μέχρι να βγουν  τα αποτελέσματα ! Δεν δεχόσουν περιορισμούς, ούτε συμβουλές κι όταν δεν σε άφηναν, τόσκαγες απ' τα παράθυρα, με ή χωρίς παπούτσια. Δεκαετία του '60 κι η γειτονιά μια αυλή, Φώναζαν οι γείτονες στη μάνα να σε μαζέψει , έτρεχε αυτή  τρελλαμένη  κι άλλα δυο κουτσούβελα  ξοπίσω της. Ήταν ανθρώπινη τότε η εποχή στην Αθήνα , νοιάζονταν οι άνθρωποι για τον διπλανό τους!
     Στην ενήλικη ζωή, είχες όση βοήθεια χρειαζόσουν. Αν και με λάθος τρόπο από τον πατέρα. Σε προετοίμαζε για διάδοχό του στη βιοτεχνία  του  , σε είχε γράψει και στο ταμείο εμπόρων από τα 18 σου. Για να πάρεις νωρίς σύνταξη! Εσύ έβγαζες σπυριά μ' όλα αυτά. Πουκαμισάς ; Κόφτης; Από  τ' άγρια χαράματα στο μαγαζί; Ποτέ !!! Μια φορά πάνω σε έναν καυγά σας για το μέλλον σου, άρπαξε το μεγάλο ψαλίδι από τον πάγκο και το εκτόξευσε εναντίον σου. Ήταν θαύμα που δεν σε βρήκε στο ψαχνό  και δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του για την απερισκεψία του να γίνει  παρ ολίγον φονιάς....  Τι πήγε να κάνει πάνω στο θυμό του! Πως έχασε την ψυχραιμία του; Αυτός που τα  'βγαλε  πέρα μόνος του απ' τα 12 του, που επέζησε από δύο πολέμους; Εσύ βαριόσουν να  τ' ακούς αυτά. Ωχ!  έλεγες. Θα αρχίσει πάλι:" Εγώ όταν απελύθην από στρατιώτης στον πόλεμο, δεν είχα που την κεφαλήν κλίναι"......και τον παρίστανες , σκάγαμε εμείς στα γέλια!
       Γυρνούσες με τ'  άλλα "ρεμάλια"  στα στέκια του Παγκρατίου της εποχής. Λέντζος, Άλσος, μπιλιαρδάδικα, "ποδοσφαιράκια". Ο πατέρας προσπαθούσε να σε συνεφέρει, αλλά όλο σε δικαιολογούσε. Σε έγραφε σε διάφορες ιδιωτικές τεχνικές σχολές, αλλά όχι σε αυτήν που επιθυμούσες. Δεν ήθελε να παραδεχθεί την κλίση σου στα ηλεκτρολογικά.   Κατσαβιδάκια θα σε κάνω; σου  φώναζε κι είχε άδικο, ήταν πολύ αργά, όταν το κατάλαβε. Σε είχε καταστρέψει από ιδεοληψία και εγωϊσμό. Αμαρτίες  γονέων. Δεν πτοήθηκες. Έστησες το εργαστήρι σου στο υπόγειο κι εκεί περνούσες τις νύχτες σου. Γιατί τις μέρες κοιμόσουν σχεδόν ως το μεσημέρι.
Σε λίγο, το συνηθίσαμε όλοι και κανείς δεν σου μιλούσε γι αυτό.
      Ήσουν μεγάλο ταλέντο στα ηλεκτρονικά. . Είχες μάθει από το στρατό κι είχες  σκαρώσει συστήματα παρακολούθησης των γειτόνων. Τόβρισκες πολύ διασκεδαστικό να κατασκοπεύεις  τις ζωές των άλλων. Όσο για τη δική σου ζωή; "Εγώ είμαι "ντούκου" έλεγες. Δεν μου κόβει σαν τις αδερφές μου που σπουδάζουν. Κάποια στιγμή κι  αφού εμείς φύγαμε από το σπίτι , ο πατέρας φρόντισε ν' αποκτήσεις το δικό σου μαγαζί , έτσι όπως το ήθελες, πούλαγες  τηλεοράσεις, ηλεκτρονικά και  είχες και εργαστήριο επισκευών.Σε έβαλε και σε κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα, αφήνοντας τη μητέρα απ' έξω.  Έλεγες μεγάλα λόγια. Καμάρωνε ο πατέρας. " Εμείς οι ελεύθεροι επαγγελματίες,  είμαστε οι στυλοβάτες της κοινωνίας. Όχι σαν κι εσάς τους χαραμοφάηδες  Δημοσίους υπαλλήλους - κι έδειχνε εμάς-  Που σας ταϊζουμε για να τεμπελιάζετε!"  "Τους τσουβαλιάζεις όλους, δασκάλους, γιατρούς, νοσοκόμες, πυροσβέστες, " του φωνάζαμε, αλλά  δεν άκουγε κουβέντα, Είμασταν ορκισμένοι εχθροί. Στα σπίτια μας ερχόσουν  σπάνια. Βαριόσουν  με τα οικογενειακά μας. 
     Όμως δεν τα κατάφερες με το μαγαζί. . Το πρωϊ αργούσες ν' ανοίξεις, είχες τα δικά σου ωράρια, ήσουν και ασυνεπής στις υποχρεώσεις σου, οι απλήρωτοι λογαριασμοί άρχισαν να συσσωρεύονται. Χρωστούσες παντού. Δεν παραδεχόσουν τα λάθη σου, έφταιγαν πάντα οι άλλοι. Ο πατέρας στενοχωριόταν. Ήταν και σε προχωρημένη πια ηλικία....Ένα μεσημέρι τόπαθε το εγκεφαλικό. Βρέθηκε στο πάτωμα  και στο τραπέζι ανοικτά τα τραπεζικά βιβλιάρια. Οι κοινές καταθέσεις του με σένα που  ήταν οι δικές του αποταμιεύσεις  μιας ζωής,  είχαν κάνει φτερά. Τις είχες πάρει για να καλύψεις τα χρέη σου χωρίς να τον ενημερώσεις και δεν το άντεξε!  Σε μας  ισχυρίστηκες  πως θα τα επέστρεφες σύντομα, αργότερα ξέχασες ότι  είδαμε στο τραπέζι τα άδεια βιβλιάρια, γιατί πάνω στον πανικό σου δεν είχες προλάβει να τα κρύψεις   Τις επόμενες μέρες θα τις θυμόμαστε πάντα.. .  Αρνιόσουν να δώσουμε τα ρούχα του, έστω να στρώσουμε το κρεββάτι του. Τα βράδια καθόσουν μόνος ως αργά με ένα κερί αναμμένο κι έλεγες ότι είσαστε μαζί, παρέα. . (Μάλλον σ' έτρωγαν οι τύψεις για τα βιβλιάρια, αλλά το θέμα αυτό θάφτηκε, δεν το ξανασυζήτησε κανείς, δεν είχε νόημα!! ) Στη Διαθήκη ήσουν ο γενικός κληρονόμος. Εμάς μας έλεγε να αρκεστούμε στη νόμιμη μοίρα , στην μητέρα άφηνε την επικαρπία από το...... γκρεμισμένο σπίτι του στο χωριό,  κι εσύ όλα αυτά τα έβρισκες φυσιολογικά!!! Ε! δεν καταξοδεύτηκε κιόλας ο μακαρίτης , εμείς τα κορίτσια είμασταν φιλότιμα, αυτοδημιούργητα κι εργατικά  από μικρά. 
       Το μαγαζί σου χάθηκε την ίδια εκείνη χρονιά. Ο " ευεργέτης σου" όπως έλεγες τον πατέρα μας σε είχε εξασφαλίσει. Με τη βοήθειά μας βρέθηκες με δύο μεγάλα διαμερίσματα , ( ήταν τότε της μόδας η αντιπαροχή), με τα ενοίκια και κάτι χαζοδουλιές , ας πούμε ότι τα κουτσοκατάφερνες. Μαζί με το μαγαζί , χάθηκε κι σχέση μας, αν ήταν ποτέ θερμή. Μας χώριζε η αναθεματισμένη " νόμιμη μοίρα" , καμιά φορά ο νόμος είναι πιο δίκαιος από τους ανθρώπους.
       Αχ βρε μεγάλε αδερφέ.! Πόση ξεροκεφαλιά. Ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει 9μισυ μήνες απ' τη μέρα που έφυγες , δεν μπορώ να το πιστέψω. Πόση μεγάλη  σημασία έδινες στα ντουβάρια και πόση λίγη στα αισθήματα! Μακάρι να μπορούσα να σου το βροντοφωνάξω  , εκεί που είσαι , μακάρι να ήταν αλλιώς. Πέρασες τη ζωή σου χωρίς να χρειαστεί ν' αγωνιστείς, να παλέψεις γι' αυτό που αγαπάς.  Προτιμούσες να είσαι διαρκώς θυμωμένος . γιατί τα ήθελες όλα εύκολα. Δεν έκανες οικογένεια γιατί δεν το επεδίωξες, να πώ καλύτερα πως δεν ήθελες να γίνει . Μόνο κατόπιν, όταν ήταν πια πολύ αργά κλαψούριζες, αλλά ήταν πραγματικά πολύ αργά. Και με τη μικρή την εικοσιτριάχρονη  που την έστησες και ποτέ δεν πήγες στο ραντεβού να γνωρίσεις τους γονείς της κι αργότερα με την Αλεξάνδρα που κατάλαβες πόσο σπουδαία ήταν αφού έφυγε μετά τη σύντομη αρρώστια της. Έμεινε δίπλα σου 20 χρόνια και δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να σου πώ πόσο λίγο την υπολόγιζες. Μόνον όταν την έχασες κατάλαβες τι ήταν για σένα και από τότε,  δηλ. τα τελευταία δύο χρόνια δεν συνήρθες ποτέ.
          Ένιωθες συνεχώς αδικημένος, αλλά είχες εσύ ακέραιη την ευθύνη γι' αυτό. Εσύ ήσουν ο αρχιτέκτονας της ζωής σου, κι αποφάσισες να την περάσεις έτσι χωρίς πρόγραμμα. Όπως κάτσει .Ζωή ακύμαντη κι ανώφελη . Κανένα παιδικό χεράκι δεν σε χαϊδεψε μες τη νύχτα αν  ξενυχτούσες δίπλα του γιατί είχε πυρετό,  Δεν έδωσες , δεν πήρες, Κι όταν κάπου κάπου σε βλέπαμε, ιδίως τα τελευταία χρόνια που ζούσες μόνος, έκανες σαν χαζοθείος για τα ανήψια σου, μια που παιδιά δε είχες. Στην πραγματικότητα δεν μεγάλωσες ποτέ αφού δεν είχες ποτέ ευθύνη , ούτε καν του εαυτού σου γι αυτό και με τα παιδιά " την εύρισκες"  καλύτερα. Καλαμπούριζες κι αστειευόσουν μαζί τους με το διαβολεμένο σου χιούμορ , κι ήσουν πραγματικά απολαυστικός όταν αυτοσαρκαζόσουν. Με λένε" άσωτο" κι "ανεπρόκοπο " έλεγες στα ανήψια σου κι αυτά σε λάτρευαν, Τον απροσάρμοστο θείο τους που έσβησε μόνος ξαφνικά από ανακοπή στον ύπνο του και κανείς δεν θα μάθει ποτέ πως ήταν οι τελευταίες στιγμές του. Αυτή την μικροαστική ασφάλεια και την οργανωμένη κανονικότητα  που σνόμπαρες όταν ζούσες  , ποιος ξέρει αν δεν την αποζήτησες  λίγο πριν το μεγάλο ταξίδι! 
            Οι φίλοι σου ήρθαν όλοι να σε αποχαιρετήσουν . Παλιοί και καινούργιοι. Τούς χώριζαν ηλικιακά πολλά χρόνια. Οι καινούργιοι ήταν  πολύ νέοι. Κι ήταν αυτοί που δεν ήθελαν να φύγουν στο τέλος, όταν η εκκλησία είχε πια αδειάσει. Παρέμεναν εκεί με δακρυσμένα μάτια σιωπηλοί και σαστισμένοι. Γιατί τι σχέση έχει ο θάνατος με τα νιάτα τους; Μέρες μετά βρήκα λευκά τριαντάφυλλα πάνω στο μνήμα σου Και ξαφνικά κατάλαβα πόσο άγνωστη μας ήταν η ζωή σου. Τελικά δεν ήσουν τόσο μόνος , όσο νόμιζες !  Είδες;;;;