Τετάρτη, Οκτωβρίου 21, 2009

evey breath u take



Every breath you take
And every move you make
Every bond you break, every step you take
I'll be watching you

Every single day
And every word you say
Every game you play, every night you stay
I'll be watching you

Oh, can't you see
You belong to me?
How my poor heart aches
With every step you take
Every move you make
Every vow you break
Every smile you fake, every claim you stake
I'll be watching you

Since you've gone I've been lost without a trace
I dream at night, I can only see your face
I look around, but it's you I can't replace
I feel so cold, and I long for your embrace
I keep crying baby, baby please,
Oh, can't you see
You belong to me?
How my poor heart aches
With every step you take
Every move you make
Every vow you break
Every smile you fake, every claim you stake
I'll be watching you
Every move you make, every step you take
I'll be watching you
I'll be watching you

Τετάρτη, Μαΐου 06, 2009

ΠΑΓΩΤΟ ΧΩΝΑΚΙ




Ο νους εχει γυρίσει πίσω στα χρόνια τα φοιτητικά ,από χθές βράδυ που είδα στην τηλεόραση τον Στέλιο, παλιό μου φίλο και συμφοιτητή στη Θεσ/νίκη ,επιτυχημένο και σοβαρό επιστήμονα πια, να συνομιλεί με δημοσιογράφο στην κρατική τηλεόραση.Με λίγο πιο αραιά μαλλιά , ώριμο και λίγο κουρασμένο πρόσωπο, αλλά με την ίδια φλόγα στο βλέμμα, την ίδια οργανωση στη σκέψη. Ανοιξα το άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες και ήταν εκεί, ανέμελο, ξένοιαστο παιδί, την εποχή της αθωότητας. Η αλήθεια είναι ότι τότε ο οίκτος ,επισκίαζε όλα τα άλλα συναισθήματά μου για αυτόν.Ήταν ορφανό παιδί μιας οικογένειας με πολλά αδέρφια -αυτός ήταν ο μεγαλύτερος- που πάλευε σκληρά για την επιβίωση απο πολύ μικρός.Μου 'λεγε με χαμόγελο, χωρίς ίχνος λύπης ,ότι η μητέρα του τον ξυπνούσε κάθε νύχτα στις 3, να πάει στο φούρνο που έβγαιναν τα κουλούρια Θεσ/νίκης, ώστε πριν το ξημέρωμα ,να τα έχει πουλήσει στους αγουροξυπνημένους εργάτες και στις 8 να είναι κανονικά στο σχολείο.Κι εγώ η καλομαθημένη Αθηναία , να τ' ακούω αυτά με γουρλωμένα μάτια και να τον συμπονώ τόσο...
Ξέρεις, μου έλεγε ποιός είναι ο επιτυχημένος παγωτατζής ; Αυτός, που με ένα κιλό παγωτό, μπορεί να βγάλει τα περισσότερα χωνάκια.Υπάρχουν κόλπα κορίτσι μου.Δεν σπρώχνεις την μπάλα του παγωτού βαθιά στο χωνάκι, ώστε αυτό να χωράει λιγότερο και να φαίνεται πλούσιο και λαχταριστό.
Στο Πανεπιστήμιο ο Στέλιος ήταν άριστος φοιτητής.Πώς τα κατάφερνε, όλοι απορούσαμε. Δουλειά όπου έβρισκε, οικοδομές, καφετέρειες, μπαρ , και σπουδές ,όλα τα προλάβαινε.
Κάποια στιγμή που βρέθηκα στα δύσκολα, έψαχνα για σπίτι και τον χρειάστηκα, ήταν πρόθυμος να βοηθήσει.Ψάχναμε με τα πόδια στις γειτονιές, ώρες ατελείωτες.Κι όταν πια τακτοποιήθηκα και το γιορτάσαμε με μπύρες, είπα ,τώρα ας μην του δώσουμε και πολύ θάρρος, δεν γίνονται αυτά . Αλλά είχε πείσμα και υπομονή και έπέμενε.Εγώ επέστρεψα στην Αθήνα για διακοπές και βέβαια τον ξέχασα, όπως θα έκανε κάθε κακό κορίτσι .Μια μέρα ,χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ο Στέλιος. Ξέρεις ,είμαι εδώ... Έκπληξη...Καλά πώς; έχεις χρήματα; φυσικά και έχω, μου απάντησε ντροπαλά.Μπέρδεψα τα λόγια μου..Ναι..να βρεθούμε..Ναι, έρχομαι..Πού είσαι; Έμεινε 3 μέρες σε φίλο του, εγώ τυπικά ευγενική , να τον ξεναγήσω και να βιάζομαι να τον ξεφορτωθώ.
Κάπως έτσι χαθήκαμε μετά το πτυχίο, κι ο καθένας μας τράβηξε το δρόμο του.Ώσπου τον ξαναείδα στην τηλεόραση και δεν πίστευα στα μάτια μου. Τα χρόνια πέρασαν ,χελιδόνια φευγάτα ,κι αυτός έγινε Πανεπιστημιακός, μετά απο πολλά χρόνια σπουδών και έρευνας στην Αμερική , αξιοθαύμαστος, νικητής....Και όχι φίλος μου....

Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2009

Η ΘΕΙΑ ΑΝΝΑ


Οταν ήμουν μικρή, αυτή ήταν η αγαπημένη μου θεία, αδερφή της μάνας μου. Ζούσε στο χωριό με τη γιαγιά και τον παππού σ' ένα μεγάλο σπίτι στην κορυφή ενός λόφου στην άκρη του χωριού. Αυτό το σπίτι το αγαπούσα πολύ.Πηγαίναμε τα καλοκαίρια και περνούσαμε δυό τρείς μήνες εκεί. Ήταν ένα αρχοντικό ανάμεσα στα περιβόλια και στα κτήματα με τα αμπέλια και τα ελαιόδενδρα του παππού, με θέα πανοραμική στη θάλασσα. Τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες άκουγες μες την ησυχία , τα τριζόνια και το κελαριστό νερό της "αμπολής" που κυλούσε ασταμάτητα και πότιζε τα κτήματα. Ακόμα έρχεται στα αυτιά μου ο ήχος της σφυρίχτρας του "νεροκράτη "που ρύθμιζε το χρόνο που θα έμενε το νερό να ποτίσει το κάθε κτήμα .
Η θεία ήταν πολύ κοκέτα. Τη θυμάμαι να βάφει τα νύχια της καθισμένη μπροστά στο ανοικτό παράθυρο για να δροσίζεται από το αεράκι της θάλασσας. Της άρεσαν τα ωραία φορέματα που τα αράδιαζε στη σειρά πάνω στις καρέκλες του σαλονιού.Το σαλόνι!! Ήταν το άβατο. Η πόρτα του πάντα κλειστή ,τα παντζούρια του σφαλισμένα.Μύριζε γλυκό βύσσινο και αρώματα απο τα φορέματα της θείας.Η γιαγιά μας απαγόρευε την είσοδο ,αλλά εγώ πήγαινα κρυφά τα μεσημέρια που όλοι κοιμόντουσαν -αυτά τα βασανιστικά αυγουστιάτικα μεσημέρια με τον αναγκαστικό ύπνο - και επισκεπτόμουν το βάζο με το βύσσινο.
Η θεία Αννα ήταν πολύ φιλόδοξη.Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα γυναικεία περιοδικά που τα φύλαγε απο το χειμώνα και ονειρευόταν μια αναλογη ζωή στην Αθήνα με ωραίο σπίτι λούσα και εξόδους. Γιά να το πετύχει αυτό έκανε τα πάντα.Πρώτα παντρεύτηκε έναν όμορφο καλοστεκούμενο κύριο μιά εικοσααετία μεγαλύτερό της,και έφυγε γιά την Αθήνα.Μετά διέβαλε στους παππούδες όλα τα υπόλοιπα αδέρφια της άλλα τρία τον αριθμό μαζί και τα παιδιά τους για να γίνει αυτή η μοναδική κληρονόμος της πολύ μεγάλης οικογενειακής περιουσίας .Ήταν τόσο χαρισματική ,τόσο αξιαγάπητη, τόσο γλυκειά που οι γονείς της τη λάτρευαν και την ξεχώριζαν απο τα αδέρφια της. Έτσι πέτυχε το σκοπό της .Να τους απομακρύνει όλους και να χαίρεται αυτή, ο άνδρας της και ο μοναχογιός της την αγάπη των παππούδων ,μαζί με το απέραντο αυτό κτήμα ,ενώ θα μπορούσαν να το χαίρονται όλοι μαζί ,μονιασμένοι και αγαπημένοι.Και τα καλοκαίρια, αυτά τα αλησμόνητα καλοκαίρια, μας ήταν πια απαγορευμένα στο χωριό.Χαθήκαμε και με τη θεία Άννα.Χαθήκαμε και με τους παππούδες.Η πικρία μας ήταν μεγάλη. Μας είχαν απορρίψει.Δεν είμασταν άξιοι της αγάπης τους.Η εφηβεία μου έχασε πια το χρώμα και τα αρώματά της.Ένοιωσα ότι με ξερρίζωσαν απ' ότι αγαπούσα τόσο πολύ.Τη ζωή στο κτήμα, στα αμπέλια ,στις ντοματιές, τις καρπουζιές στ'αλώνια, τις βόλτες με το γάιδαρο ,τις κατσικούλες, που τις είχα βαφτίσει μία μία,τον Αη Θανάση που πηγαίναμε για μπάνιο ,το πανηγύρι της Παναγιάς τον Δεκαπενταύγουστο που γιόρταζε το χωριό και μεις παιδιά ρίχναμε κλεφτές ματιές στ' αγόρια απ' την Αθήνα στα καφενεία που γινόταν ο χορός με τα "όργανα".Τι νύστες είχα περάσει στα τραπεζάκια εκείνα τα βράδια...
Η θεία όμως τιμωρήθηκε σκληρά για τις πανουργίες της .Είναι γι' αυτό που κάμπτεται η σιγουριά σου για τη μη ύπαρξη του θεού.Έχασε νωρίς τον άνδρα της απο μια λάθος ένεση που του έγινε απο τον αγροτικό γιατρό και που ήταν ασύμβατη με την ασθένειά του.Πέθανε πάνω στην ένεση. Έφυγε γρήγορα κι ο γιός της απο το σπίτι -ένα μεγάλο τριόρωφο σε ακριβή συνοικία της Αθήνας- για να παντρευτεί κι αμέσως μετά να χωρίσει.Κι έτσι εμεινε να ζεί στη μοναξιά αφού πέθαναν κι οι παπούδες, να μαραζώνει χωρίς αγάπη ,χωρίς τη μεγάλη ζωή που ονειρεύτηκε. Της έμεινε πιστή μόνο η μια της αδερφή ,η μάνα μου,που τη συγχώρεσε και τη λυπήθηκε μετα που της συνέβησαν όλα αυτά.Νομίζω ότι ακόμα τη θαυμάζει και είναι κάτω απο την επιροή της .Ημάνα μου. Όχι εγώ. Έχω να τη δω απο τότε.Μια φορά σε εκδρομή πέρασα απο το χωριό κι έφτασα έξω απο το" σπίτι" της. Ήταν κλειστό και ρημαγμένο.Άνοιξη κι όλες οι μυρωδιές κι οι ήχοι τη εξοχής ήταν εκεί και με μάγεψαν. Έμεινα ώρα πολύ να το κοιτώ και να αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια.Δεν μπορούσα να πλησιάσω όμως πολύ κοντά γιατί δυο σκυλιά δεμένα ευτυχώς, αλυχτούσαν και με φοβέριζαν.
Πώς ξαναθυμήθηκα πάλι τη θεία Άννα; Να χθες το απόγευμα με πήρε τηλέφωνο .Ήταν μαζί με τη μάνα μου .Να μου πεί πως είναι άρρωστη ,μόνη ,φοβισμένη ,τώρα που πλησιάζει πια τα 70. Να μου ζητήσει βοήθεια για γιατρούς γιατι δεν της βρίσκουν λέει τι έχει.Της έδωσα κάποια τηλέφωνα μαζί με αόριστες υποσχέσεις ότι θα ειδωθούμε και βιάστηκα να κλείσω.Προτιμούσα να τη θυμάμαι δυνατή ,μαγική λαμπερή, με τα λουλουδάτα της φορέματα και τα χτενίσματα αλα Βουγιουκλάκη.Αρνούμαι να παραδεχθώ ότι η δύναμη και η λάμψη μπορεί να είναι τόσο εφήμερα...Στο τέλος καραδοκεί ο θάνατος .Για όλους...

Τρίτη, Μαρτίου 03, 2009

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΦΑΓΗΣ

Τρίτη 3/3. Another fucking day.Όπου η επανάληψη του 3 συντελεί στο να μεγαλώνει την οργή σου για όσα βλέπεις να συμβαίνουν γύρω σου κάθε μέρα.Να πλακώνονται οι "δικοί μας" για το ποιός θα αναλάβει τη "θέση".Στην προοπτική της εξουσίας δεν λογαριάζονται ούτε φιλίες ούτε αγάπες ετών και ετών.Κάντε στην άκρη, τώρα "εμείς" μοιράζουμε τις καρέκλες, σα να είναι ιδιοκτησίες μας ,οικόπεδά μας κι αν πέσει και λίγο ξύλο στο τέλος θα τα βρούμε.Εμείς. Μεταξύ μας.Οι άλλοι; στην απ' έξω.Ποιός τους δίνει σημασία αυτούς.Έννοιες όπως αξιοκρατία, ηθική, δικαιοσύνη,ικανότητα, τεχνογνωσία είναι παντελώς περιττές.Όταν οι πράξεις μιλούν, οι λέξεις είναι ένα τίποτα.Το μόνο που μετράει είναι να είσαι εσύ ο ισχυρός. Με όποιον τρόπο, με όποιο τίμημα.
Όμως,καλά πιά ξέρεις, πως βιώνεις μιά εποχή μεγάλης σήψης και ψάχνεις για αντιεξουσιαστικές φωνές σαν κι αυτήν του Pierre Joseph Proudhon που θεωρείται ο πατέρας της αναρχίας " Να σε κυβερνούν, σημαίνει να σ' επιβλέπουν, να σ'επιθεωρούν ,να σε κατασκοπεύουν, να σε διευθύνουν, να σε νομιμοποιούν, να σε αριθμίζουν,να σε ρυθμίζουν, να σε ομαδοποιούν, να σε κανοναρχούν, να σε νουθετούν, να σε σταθμίζουν, να σε πιστοποιούν, να σε προυπολογίζουν, να σε αξιολογούν, να σε λογοκρίνουν και να σε διατάζουν άτομα που δεν έχουν ούτε το δικαίωμα ούτε τη σοφία ούτε την ικανότητα για να τα κάνουν όλα αυτά "
Πώς να γλυτώσεις από τη ματαιοδοξία, τον εγωισμό και τον κυνισμό αυτών των ανθρώπων που μπαίνουν σε αυτά τα "παιχνίδια σφαγής"; Μόνο να τους χλευάσεις μπορείς ,να τους απαξιώσεις και να φύγεις μακριά με χίλια.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 09, 2009

ΠΟΙΟΣ ΕΦΤΑΙΞΕ; ΠΟΙΟΝ ΝΑ ΑΘΩΩΣΩ;

. ................................................ .... .Κάτι αν μπορούσα στον κόσμο να άλλαζα.... θα έκανα τα πολυκαιρισμένα ζευγάρια ευτυχισμένα μαζί.Έστω για ένα βράδυ.Αυτό σκεπτόμουν το Σαββατόβραδο στο ρεμπετάδικο που βρεθηκα με φίλους. Την προσοχή μου τράβηξε μια παρέα πιο δίπλα.Όλοι μεσήλικες.Τρεις ανδρες ,τρεις γυναίκες Απ' ότι κατάλαβα μάλλον παντρεμένα ζευγάρια. Εντύπωση μου έκανε ένας τύπος με τιράντες, άσπρη γενειάδα, εύσωμος΄, έμοιαζε με τον Σαββόπουλο .Ένας απο εκείνους του " 60 τους εκδρομείς" Είδα οτι κάθονταν χωριστά οι άνδρες στη μια πλευρά του τραπεζιού και οι γυναίκες τους στην απέναντι. Καθώς η βραδιά κυλούσε και το κρασί μείωνε τις αναστολές βρέθηκε ο "Σαββόπουλος" να χορεύει μόνος στην πίστα ,ένα παραπονιάρικο ζειμπέκικο ¨τα χέρια του ανοικτές φτερούγες, οι τρεις γυναίκες του τραπεζιού, στα πόδια του να του κρατούν το ρυθμό με παλαμάκια. "....Απόψε η σκέψη μου δεν βρίσκει άκρη , απόψε λύγισε η αντοχή....." Χορός, ανακούφιση και αναστεναγμός μαζί.Ένα άχ για τα απραγματοποίητα όνειρα που τα 'βλεπε να απομακρύνονται πιά.Χτυπούσε δυνατα το πόδι κάτω, κι ήταν σαν να ποδοπατούσε την ίδια τη μίζερη ζωή του.
Κατά τις τέσσερις το πρωϊ, το σκηνικό στην παρέα ήταν η απόλυτη decadance.Δύο από τούς άνδρες είχαν αποτραβηχθεί στη μιά άκρη μισονυσαγμένοι,εξακολουθούσαν βέβαια να σιγοπίνουν αλλά δεν έβλεπαν μάλλον την ώρα να βρεθούν στο κρεββάτι τους.Ο " Σαββόπουλος "ήταν απασχολημένος με το να κάνει δημόσιες σχέσεις με τη διπλανή παρέα, που του άρεσε που έμαθε ότι ήταν καλλιτέχνες ή κάτι τέτοιο ΄αναγνώρισε μάλιστα ίσως μια κοπέλα από αυτούς, που αποδείχθηκε ότι ήταν τραγουδίστρια γιατί μετά πήρε το μικρόφωνο και τραγούδησε κι αυτή. Αυτός είχε πέσει πάνω της εκτός εαυτού μετά από τόσο μεθοκόπι, όλα για πάρτη της αρκεί να την έβλεπε να χορεύει. Εκείνη με όλο τον ναρκισσισμό που έχει η καλλιτεχική της "υπόσταση" σηκώθηκε με νάζι πέταξε τις στενές της γόβες και χόρεψε αργά και αισθησιακά "όπα όπα όπα, σου το λέω και σου τό΄πα ,το κορμάκι το φιδίσιο, λύγισέ το μπρός και πίσω...."Ο εξηντάρης στέναζε βαθιά κι όλο κι άδειαζε τα καλάθια με τα τα γαρύφαλλα πάνω στο κεφάλι της, ενώ ο άνδρας της ακούραστος φρουρός δίπλα της σε απόσταση αναπνοής.Ένα ασήμαντο ανθρωπάκι ήταν που την ακολουθούσε στο χορό με άρρυθμες κινήσεις. Οι τρεις γυναίκες της παρέας του "Σαββόπουλου" λίγο απο αντίδραση λίγο παρασυρόμενες απο τη χαλαρότητα που δίνει το κρασί και η προχωρημένη ώρα είχαν ανοίξει διάλογο με νοήματα με δύο νόστιμους κυρίους απο ένα παραδιπλανό τραπέζι και τους παρότρυναν να "ξαναρίξουν" άλλη μια ζεϊμπεκιά όπως το είχαν κάνει λίγο πριν.Χαζογελούσαν λίγο συνομωτικά ,λίγο αμήχανα ,πειράζοντας η μία τη άλλη για το ποιός απο αυτούς κρυφοκοίταζε ποιά απο αυτές.
Λίγο πριν το χάραμα η νεοφερμένη καλλιτέχνις είχε πάρει θέση στην ορχήστρα ,πίσω απο τα μικρόφωνα και τραγουδούσε με ένταση κοιτάζοντας στα μάτια τους λίγους μεθυσμένους θαμώνες αναζητώντας την αποδοχή και τον θαυμασμό τους .Η παρέα του "Σαββόπουλου" σηκωθηκε να αποχωρήσει ,οι άνδρες να παραπατούν σχεδόν, αυτός να χαιρετά έναν έναν, μοιράζοντας γύρω γύρω πανευτυχής την κάρτα του, γιατί όλους πιά τους αγαπούσε και ήθελε να τους ξαναδεί. Φίλησε σταυρωτά την καλλιτέχνιδα, με τον άνδρα της να τον αγριοκοιτά αν και του φαινόταν κιολας γραφικός ο παππούς. Καθώς η παρέα σερνόταν προς την έξοδο μάλλον θα αναρρωτιόνταν άραγε πέρασαν καλά τούτο το Σαββατόβραδο που όλοι επιζητούν σχεδόν υστερικά να ξεσαλώσουν μετά από μιάς εβδομάδας καταπίεση;
Τους κοιτούσα κι εγώ απ'τη γωνιά μου ξεμέθυστος αμείλικτος παρατηρητής και σκεπτόμουν : άραγε ποιός έφταιξε; Ποιόν να αθωώσω;

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 04, 2009

ΟΤΑΝ ΧΑΡΑΖΕΙ



Οταν χαράζει ο πρωτος στεναγμός
βγαίνει απ' τα πιό σφιγμένα χείλη
σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά
ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.
Αν είσαι μόνος αν είσαι αδύναμος
η χαραυγή θα σε ξεκάνει
έχει το μύρο έχει τη σιγαλιά
έχει τον ήλιο τον αλάνι.
Καινούργια μέρα καινούριος ποταμός
στις εκβολές του θα προσφέρει
όσα χαθήκανε όσα ξεχάστηκαν
κι όσα για αυτά κανείς δεν ξέρει.
Πίσω απ' τους λόφους πίσω απ' τα βλέφαρα
υπάρχει τόπος και για σένα
χωρίς Βαστίλλη χωρίς ανάθεμα
χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα.