Στο χωριό της ήταν ήσυχα. Το πατρικό της στην πλαγιά, με θέα τη θάλασσα,μέσα σε ένα καταπράσινο κτήμα , δεν της ανήκε.Ούτε μια τόση δα σπιθαμή του. Ερχόταν όμως τα καλοκαίρια, φιλοξενούμενη του ανιψιού της, που το κληρονόμησε από τον παππού του και πατέρα της. Στα 89 της τα κατάφερνε ακόμα μόνη, τα καλοκαίρια ,να παίρνει το πλοίο από τη Ραφήνα, μετά το λεωφορείο, μετά το ταξί και να φτάνει στο σπίτι, στην αδερφή της, έτσι ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, όπως παλιά, τότε που δεν υπήρχαν τηλέφωνα κι οι σχέσεις ήταν πιο απλές.. Τότε, που στα 23 της, η μάνα της, της έδωσε για άντρα, χωρίς να την ρωτήσει , τον "ευκατάστατο" έμπορο από την Αθήνα, που την περνούσε ολόκληρα 25 χρόνια και που μετά τον αντιπαθούσε , γιατί της έφαγε την προίκα!!!! Αυτή η καλή μάνα, μέσα σε αυτήν την αντιπάθεια ,συμπεριέλαβε και την κόρη της, θεωρώντας την συνυπεύθυνη!!!! Έτσι το επαρχιωτάκι, άβγαλτο κι απονήρευτο, έφυγε από το χωριό όπως το διέταξαν, γιατί ήταν γραμμάτιο προς εξόφληση , γλυτώνοντας τις δουλειές στο χωράφι από τα 11 του και προσδοκώντας καλύτερες μέρες,. Η ζωή της στην Αθήνα, συνεχίστηκε με παιδιά, φτώχεια, δουλειά, θανάτους.... Ποτέ δεν ενσωματώθηκε με τη ζωή της πρωτεύουσας , ήταν και η διαφορά ηλικίας που είχε με τον άντρα της και η ζήλια του ίσως....Ακόμα τώρα, τα πανέμορφα μεγάλα πρασινωπά μάτια της, κοιτάζουν γύρω με απορία, γιατί αυτό, γιατί εκείνο;;; Ερωτήσεις που γυρεύουν απάντηση ,από τα παιδιά και τα εγγόνια της. Ποιος έχει τη διάθεση συνέχεια να της απαντά;;
Στο χωριό όμως είναι ευτυχισμένη.Κι ας μην της μιλάνε πολύ, γιατί είναι βαρύκοη και κουραστική... Έχει και τον ανιψιό που υπεραγαπάει, ποιος ξέρει, ίσως της θυμίζει το παιδί που έχει χάσει, ίσως γιατί της φέρεται καλά ..Δεν νοιώθει αδικημένη που δεν της ανήκει τίποτα εκεί, της αρκεί που μπορεί να βρεθεί ξανά στο πατρικό της, να κοιμηθεί στο παλιό κρεββάτι, να χαϊδέψει τα παλιά έπιπλα, να μυρίσει το θυμάρι που μόνο εκεί μυρίζει τόσο όμορφα, να ανάψει κεράκι στην εκκλησία του χωριού , να χαζέψει τα ψαροκάϊκα από τη βεράντα όπου κάθεται μόνη ως αργά τα βράδια, παρέα με τις αναμνήσεις της ......Δεν βαριέσαι... Σάμπως παίρνει κανείς τίποτα μαζί του; Κι αν κάποιος παλιός γείτονας της μιλήσει γι' αυτό, τον βάζει στη θέση του, μήπως αυτή ήταν η μόνη αδικία που έχει υποστεί, να κι ο άντρας της που πέθανε υπέργηρος , ξέχασε να την συμπεριλάβει στη διαθήκη του ! Μαθημένο το γέρικο κορμί από φουρτούνες, θαλασσοδαρμένο καράβι, κι ακόμα αντέχει.
" Πόσο καιρό είσαι εδώ; " τη ρώτησε βλοσυρά ένα βράδυ ο ανιψιός , από την πόρτα, με το που μπήκε και την αντίκρισε . "Μια βδομάδα είμαι" του απάντησε φοβισμένα." Και πότε θα φύγεις; γιατί θέλω να φιλοξενήσω φίλους" επιμένει. Η γιαγιά έμεινε αποσβολωμένη. Στράφηκε προς την αδερφή της για βοήθεια, αλλά εκείνη κοιτούσε αλλού. " Εγώ παιδί μου αν θέλεις, φεύγω και αύριο το πρωϊ , είμαι αυτόνομη" Κόμπιασε ο ανιψιός." Ε , δεν είπαμε και αύριο." "Καλά ,θα σου πω το πρωϊ . " απάντησε γενναία η γιαγιά και πήγε για ύπνο. Δεν είχε διάθεση απόψε να χαζέψει τ΄αστέρια. Να φύγω, μα τα παιδιά είναι σε διακοπές και θ' αναγκαστούν να γυρίσουν πίσω.....Σκεπτόταν τη νύχτα και που να της κολλήσει ύπνος..." Να μείνω λίγες μέρες ακόμα, ως τον Δεκαπενταύγουστο" του είπε παρακλητικά το άλλο πρωί, ενώ η γάτα τριβόταν στα πόδια της, κι ο ανιψιός την κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια.. " Θύμωσες; δεν μ' αγαπάς πια;;;;" "Και βέβαια σ' αγαπάω" απάντησε η γιαγιά κι αυτός την ίδια μέρα εξαφανίστηκε, το ίδιο απότομα όπως είχε έρθει.Τι να κάνει εκεί, με τις δυο γριές αδερφές, να τον πρήζουν...
Φαίνεται πως η Παναγία , τον φώτισε και της έδωσε παράταση να μείνει άλλες δυο μέρες μετά τη μεγάλη γιορτή, γιατί μάλλον αισθάνθηκε τύψεις...Που να πάει η καημένη η γιαγιά μες το Σαββατοκύριακο που θα κινείται τόσος κόσμος.. " Τη Δευτέρα φεύγεις, είναι καλά " της μήνυσε από το τηλέφωνο με τη μάνα του , κι εκείνη χάϊδεψε μελαγχολικά το κοτοπουλάκι που είχε κουρνιάσει στην ποδιά της....Τη Δευτέρα παιδί μου......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου