Πάει ένας χρόνος που δεν τον έχει δει .Η τελευταία τους συνάντηση έγινε σ' ένα μπαράκι στον Πειραιά, στο Μικρολίμανο. Αυτή, φορούσε ένα μωβ φόρεμα με μία χρωματιστή καρφίτσα στο στήθος, που είχε κρυσταλλάκια σαν φύλλα μαργαρίτας. Την έχασε εκείνη τη βραδιά, πού της έπεσε, δεν θυμάται.Εκεί, ή αργότερα, μέσα στο αυτοκίνητό του, που πάλευαν, προσπαθώντας απεγνωσμένα να σώσουν την αγάπη τους. Όλο αυτό το διάστημα απέφευγε να τον σκέπτεται, ούτε καν ρωτούσε γι' αυτόν τους κοινούς γνωστούς. Χάθηκε για πάντα, άλλο ένα θύμα της κρίσης, όποτε ερχόταν στο μυαλό της, βιαστικά τον απόδιωχνε. Σήμερα όμως, δεν ξέρει τι την έπιασε.Μια επιθυμία ακατανίκητη, να τον "τακτοποιήσει" στα πεπραγμένα της ζωής της, κάτι σαν μνημόσυνο. Να κάνει επί τέλους τον απολογισμό.Πού πάει η αγάπη όταν πεθάνει; Στα Τάρταρα, ανυπεράσπιστη και αβοήθητη, γιατί αρνήθηκαν να την κρατήσουν στη ζωή...Της έκοψαν το νήμα, σιωπηλά, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί μεταξύ τους, βίαια κι αναπάντεχα, γιατί δεν ήθελαν να τη βλέπουν ν' αργοπεθαίνει. Στο μπαράκι, διάλεξαν ένα τραπέζι-πάγκο μπροστά στην τζαμαρία που έβλεπε στο λιμάνι. Κάθισαν στ' άβολα σκαμπώ, σαν να βιάζονταν να φύγουν.Στην αρχή της είπε τα συνηθισμένα, πόσο όμορφη ήταν, πόσο της πήγαινε το μωβ φόρεμα - ανάθεμα τη μόδα, άκου μωβ - τον κοιτούσε φιλάρεσκα στα μάτια με αυτοπεποίθηση. Μετά, δεν θυμόταν πώς, είχαν πιεί και το δεύτερο Drabui , έπιασαν να μιλούν για την κρίση. Αυτός, υποαπασχολούμενος αρχιτέκτονας, με ιδέες κι έξυπνες λύσεις,, για σπίτια που δεν κτίζονται πια, αυτή φιλόλογος, με δύο αποτυχημένες απόπειρες να διοριστεί σε σχολείο, μέσω ΑΣΕΠ,ευτυχώς τα κουτσοκαταφέρνει με λίγα ιδιαίτερα, να μη ζητάει στα τριάντα της χαρτζιλίκι από τους γονείς της.
Και ξαφνικά έγινε το μπάμ! Έπιασαν να διαπληκτίζονται, κόντεψαν να πλακωθούν, τους κοιτούσαν με περιέργεια και από τα γειτονικά τραπέζια, για το αν είναι καλά τα μνημόνια ή όχι.Αυτός, αναπάντεχα συντηρητικός για την ηλικία του,επέμενε πως έτσι πρέπει, αφού χρωστάμε, να υποστούμε τα μέτρα για να σωθούμε.Σκληρή λιτότητα για το καλό μας, τιμωρητικά μέτρα και απολύσεις, αλλά στο τέλος η δικαίωση. Χαρούμενοι όλοι. Αυτή, στην αντίπερα όχθη. Θα ζήσουμε εργασιακό μεσαίωνα του είπε, χωρίς δικαιώματα, κινεζοποίηση και αποικιοποίηση. Δεν το βλέπεις; Ένα ένα μας τα παίρνουν όλα, οι εγκληματίες με τις γραβάτες.Θα δουλεύουμε γι' αυτούς σαν σκλάβοι, χωρίς ασφάλιση, περίθαλψη και σύνταξη, χωρίς δυνατότητα ν' αποταμιεύουμε, χωρίς ιδιοκτησία, σε λίγο και χωρίς κράτος , με την Παγκοσμιοποίηση. Γεννήθηκες με το σπαθί στο χέρι, της φώναξε.Είσαι ονειροπαρμένη επαναστάτρια, συνωμοσιολόγος. Δεν θέλεις να σου βάλουν κανόνες και τάξη. Θέλεις να ζεις ανάμεσα σε κρατικοδίαιτους , βολεμένους, άχρηστους δημοσίους υπαλλήλους, σαν τους γονείς σου, που τους συντηρούμε εμείς, οι ελεύθεροι σκοπευτές....Τότε, αυτή θόλωσε. Της φάνηκε πως τα κότερα στη μαρίνα , άρχισαν να τσακίζονται στα μανιασμένα κύματα, που φούσκωσαν ξαφνικά και ξεχύθηκαν ανταριασμένα. Η τρικυμία ξέσπασε μέσα στο μυαλό της κι έγινε κατακόκκινη αιμάτινη θύελλα.Είχε μπροστά της τον εχθρό. Ένα συμβιβασμένο, υποταγμένο, και πολύ σύντομα εξαθλιωμένο , άβουλο και μοιραίο ανθρωπάκι, που της γέμιζε το κεφάλι με ανοησίες.Πώς δεν τον είχε καταλάβει δέκα χρόνια τώρα...Έχουμε διαφορετικό σύστημα αξιών, σκεπτόταν, ενώ τον άκουγε να κραυγάζει τα αδύναμα επιχειρήματά του.Αμάθεια και απάθεια, αυτό έχεις, του πέταξε, πήρε βιαστικά το παλτό της και έτρεξε στη σκάλα, ενώ αισθανόταν πάνω της κοροϊδευτικά βλέμματα και κουτσομπολίστικα γελάκια...... Μπροστά στο παρκαρισμένο του αυτοκίνητο, στάθηκε θολωμένη, προσπαθώντας να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. Τί είχε κάνει; Να τσακωθούν μέσα στον κόσμο, άξιζε τον κόπο; Ήταν κιόλας έτοιμη να τον καλοπιάσει , να τον αγκαλιάσει,να τον ηρεμήσει. Το παραδέχεται ότι το παράκανε. Δεν ήταν ανάγκη να τον πεί " υπάκουο κρατούμενο".
Όταν όμως έφτασε αυτός κοντά της, αντίκρυσε ένα πρόσωπο μάσκα, αλλόκοτο, με αλλοιωμένο απ' το θυμό τα χαρακτηριστικά του, με το ζόρι της άνοιξε την πόρτα, ούτε καν την κοίταξε. Έβαλε μπρος τη μηχανή, αμίλητος και βλοσυρός,ενώ αυτή είχε ξεθυμάνει. Ένοιωθε αμηχανία στη βαριά σιωπή, προσπάθησε να πει κάτι. Αυτός της κούνησε απαξιωτικά το χέρι, να σταματήσει. Δεν ήθελε συζήτηση. Βρέθηκαν να τρέχουν αμίλητοι στην παραλιακή, χωρίς προορισμό, με θολωμένο νου και μαύρη απογοήτευση. Θέλεις να πάμε στο γραφείο; τη ρώτησε ξαφνικά, μάλλον ανόρεχτα, όχι του απάντησε στο ίδιο ύφος. Δεν σταματάς για λίγο εδώ στη μαρίνα; (Τα 'χε με τις μαρίνες απόψε)...... Είναι όμορφα.... Ήταν άσχημα. Τίποτα δεν μπορούσε να τους ξαναφέρει κοντά. Τα φιλιά τους ήταν ψεύτικα, οι ματιές τους πεθαμένες. Τα χέρια τους άνευρα, χάϊδευαν κι έπεφταν.Πώς να ζωντανέψεις μια τελειωμένη σχέση , που το 'ξερες από καιρό πως δεν αναπνέει πια , που όμως δεν ήθελες να το παραδεχθείς και τη συντηρούσες με τεχνητές αναπνοές.Δες όμως, άρχισαν να λένε πάλι κοινοτοπίες, τα συνηθισμένα,τι ώρα ξυπνάς αύριο,έχω δουλειά πρωί πρωί,είμαι κουρασμένη, χασμουρήθηκε,άρχισε ν' ανακατεύει την τσάντα της για να βρει το κραγιόν της, η φιλαρέσκεια, πάνω απ' όλα.Τακτοποίησε τα ρούχα της, ίσιωσε τα μαλλιά της, φόρεσε ξανά τις μπότες της, τον κοίταξε,του χαμογέλασε ευγενικά και στενοχωρημένα.Πάμε;
Όταν τον αποχαιρέτησε μπροστά στο σπίτι της , δεν πίστευε ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε.Κατά βάθος ανακουφίστηκε που είδε ν' απομακρύνεται το αυτοκίνητό του, καλύτερα μόνη της, δεν βαριέσαι , είναι ξεροκέφαλος. Το τελευταίο τους φιλί, ήταν βιαστικό και μάλλον αμήχανο, αλλά κανείς τους δεν πίστευε εκείνη τη στιγμή πως δεν είχαν όλο τον καιρό μπροστά τους.Ο ουρανός γελούσε κοροϊδευτικά, δυο παιδάκια πιο πέρα έπαιζαν με τα πατίνια τους.
Το τέλος μπορεί να μην είναι πάντα , τόσο συναρπαστικό. Σκέπτεται σήμερα, όμως ακόμα και στο κενό μπορεί να ζήσει κανείς. Περιμένοντας να του χαμογελάσει ξανά η ζωή......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου