Τo καράβι που θαλασσοδέρνονταν στη ζωή το λέγανε "προσωπικότητα" και οι σειρήνες της κοινωνίας καυχήθηκαν για ένα ακόμα θύμα τους...
Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2009
Η ΘΕΙΑ ΑΝΝΑ
Οταν ήμουν μικρή, αυτή ήταν η αγαπημένη μου θεία, αδερφή της μάνας μου. Ζούσε στο χωριό με τη γιαγιά και τον παππού σ' ένα μεγάλο σπίτι στην κορυφή ενός λόφου στην άκρη του χωριού. Αυτό το σπίτι το αγαπούσα πολύ.Πηγαίναμε τα καλοκαίρια και περνούσαμε δυό τρείς μήνες εκεί. Ήταν ένα αρχοντικό ανάμεσα στα περιβόλια και στα κτήματα με τα αμπέλια και τα ελαιόδενδρα του παππού, με θέα πανοραμική στη θάλασσα. Τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες άκουγες μες την ησυχία , τα τριζόνια και το κελαριστό νερό της "αμπολής" που κυλούσε ασταμάτητα και πότιζε τα κτήματα. Ακόμα έρχεται στα αυτιά μου ο ήχος της σφυρίχτρας του "νεροκράτη "που ρύθμιζε το χρόνο που θα έμενε το νερό να ποτίσει το κάθε κτήμα .
Η θεία ήταν πολύ κοκέτα. Τη θυμάμαι να βάφει τα νύχια της καθισμένη μπροστά στο ανοικτό παράθυρο για να δροσίζεται από το αεράκι της θάλασσας. Της άρεσαν τα ωραία φορέματα που τα αράδιαζε στη σειρά πάνω στις καρέκλες του σαλονιού.Το σαλόνι!! Ήταν το άβατο. Η πόρτα του πάντα κλειστή ,τα παντζούρια του σφαλισμένα.Μύριζε γλυκό βύσσινο και αρώματα απο τα φορέματα της θείας.Η γιαγιά μας απαγόρευε την είσοδο ,αλλά εγώ πήγαινα κρυφά τα μεσημέρια που όλοι κοιμόντουσαν -αυτά τα βασανιστικά αυγουστιάτικα μεσημέρια με τον αναγκαστικό ύπνο - και επισκεπτόμουν το βάζο με το βύσσινο.
Η θεία Αννα ήταν πολύ φιλόδοξη.Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα γυναικεία περιοδικά που τα φύλαγε απο το χειμώνα και ονειρευόταν μια αναλογη ζωή στην Αθήνα με ωραίο σπίτι λούσα και εξόδους. Γιά να το πετύχει αυτό έκανε τα πάντα.Πρώτα παντρεύτηκε έναν όμορφο καλοστεκούμενο κύριο μιά εικοσααετία μεγαλύτερό της,και έφυγε γιά την Αθήνα.Μετά διέβαλε στους παππούδες όλα τα υπόλοιπα αδέρφια της άλλα τρία τον αριθμό μαζί και τα παιδιά τους για να γίνει αυτή η μοναδική κληρονόμος της πολύ μεγάλης οικογενειακής περιουσίας .Ήταν τόσο χαρισματική ,τόσο αξιαγάπητη, τόσο γλυκειά που οι γονείς της τη λάτρευαν και την ξεχώριζαν απο τα αδέρφια της. Έτσι πέτυχε το σκοπό της .Να τους απομακρύνει όλους και να χαίρεται αυτή, ο άνδρας της και ο μοναχογιός της την αγάπη των παππούδων ,μαζί με το απέραντο αυτό κτήμα ,ενώ θα μπορούσαν να το χαίρονται όλοι μαζί ,μονιασμένοι και αγαπημένοι.Και τα καλοκαίρια, αυτά τα αλησμόνητα καλοκαίρια, μας ήταν πια απαγορευμένα στο χωριό.Χαθήκαμε και με τη θεία Άννα.Χαθήκαμε και με τους παππούδες.Η πικρία μας ήταν μεγάλη. Μας είχαν απορρίψει.Δεν είμασταν άξιοι της αγάπης τους.Η εφηβεία μου έχασε πια το χρώμα και τα αρώματά της.Ένοιωσα ότι με ξερρίζωσαν απ' ότι αγαπούσα τόσο πολύ.Τη ζωή στο κτήμα, στα αμπέλια ,στις ντοματιές, τις καρπουζιές στ'αλώνια, τις βόλτες με το γάιδαρο ,τις κατσικούλες, που τις είχα βαφτίσει μία μία,τον Αη Θανάση που πηγαίναμε για μπάνιο ,το πανηγύρι της Παναγιάς τον Δεκαπενταύγουστο που γιόρταζε το χωριό και μεις παιδιά ρίχναμε κλεφτές ματιές στ' αγόρια απ' την Αθήνα στα καφενεία που γινόταν ο χορός με τα "όργανα".Τι νύστες είχα περάσει στα τραπεζάκια εκείνα τα βράδια...
Η θεία όμως τιμωρήθηκε σκληρά για τις πανουργίες της .Είναι γι' αυτό που κάμπτεται η σιγουριά σου για τη μη ύπαρξη του θεού.Έχασε νωρίς τον άνδρα της απο μια λάθος ένεση που του έγινε απο τον αγροτικό γιατρό και που ήταν ασύμβατη με την ασθένειά του.Πέθανε πάνω στην ένεση. Έφυγε γρήγορα κι ο γιός της απο το σπίτι -ένα μεγάλο τριόρωφο σε ακριβή συνοικία της Αθήνας- για να παντρευτεί κι αμέσως μετά να χωρίσει.Κι έτσι εμεινε να ζεί στη μοναξιά αφού πέθαναν κι οι παπούδες, να μαραζώνει χωρίς αγάπη ,χωρίς τη μεγάλη ζωή που ονειρεύτηκε. Της έμεινε πιστή μόνο η μια της αδερφή ,η μάνα μου,που τη συγχώρεσε και τη λυπήθηκε μετα που της συνέβησαν όλα αυτά.Νομίζω ότι ακόμα τη θαυμάζει και είναι κάτω απο την επιροή της .Ημάνα μου. Όχι εγώ. Έχω να τη δω απο τότε.Μια φορά σε εκδρομή πέρασα απο το χωριό κι έφτασα έξω απο το" σπίτι" της. Ήταν κλειστό και ρημαγμένο.Άνοιξη κι όλες οι μυρωδιές κι οι ήχοι τη εξοχής ήταν εκεί και με μάγεψαν. Έμεινα ώρα πολύ να το κοιτώ και να αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια.Δεν μπορούσα να πλησιάσω όμως πολύ κοντά γιατί δυο σκυλιά δεμένα ευτυχώς, αλυχτούσαν και με φοβέριζαν.
Πώς ξαναθυμήθηκα πάλι τη θεία Άννα; Να χθες το απόγευμα με πήρε τηλέφωνο .Ήταν μαζί με τη μάνα μου .Να μου πεί πως είναι άρρωστη ,μόνη ,φοβισμένη ,τώρα που πλησιάζει πια τα 70. Να μου ζητήσει βοήθεια για γιατρούς γιατι δεν της βρίσκουν λέει τι έχει.Της έδωσα κάποια τηλέφωνα μαζί με αόριστες υποσχέσεις ότι θα ειδωθούμε και βιάστηκα να κλείσω.Προτιμούσα να τη θυμάμαι δυνατή ,μαγική λαμπερή, με τα λουλουδάτα της φορέματα και τα χτενίσματα αλα Βουγιουκλάκη.Αρνούμαι να παραδεχθώ ότι η δύναμη και η λάμψη μπορεί να είναι τόσο εφήμερα...Στο τέλος καραδοκεί ο θάνατος .Για όλους...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
το αίμα λένε νερό δε γίνεται...
Δε ξέρω φυσικά πως θα αντιδρούσα στη θέση σου.Ίσως πολύ χειρότερα.
Δημοσίευση σχολίου