Ο Κλέαρχος ,ήρθε απόγευμα στο χωριό. Ένα γλυκό απόγευμα του Σεπτέμβρη ήρθε, μαζί με όλη την παρέα του , τους " Αθηναίους " . Έτσι τους φώναζαν , γιατί δεν έμοιαζαν με τους ντόπιους. Ήταν όμορφοι,καθαροί ,καλοντυμένοι, χαρούμενοι, φασαριόζοι, "κύριοι της καλής κοινωνίας" . Στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου , αμέσως μετά τον πόλεμο του ' 40 όπου κυριαρχούσαν η φτώχεια, η γκρίνια, ο θρήνος για τις απώλειες , μα πάνω απ' όλα το μίσος και η διχόνοια. Όμως τούτοι εδώ οι πρωτευουσιάνοι, πετυχημένοι σαραντάρηδες μεσοαστοί , έμποροι και βιοτέχνες δεν χαμπάριαζαν. Έχοντας την ορμή της νεότητας που την είχε όμως σφραγίσει ο πόλεμος, είχαν βρει τρόπους να τα καταφέρνουν. Όχι δεν είχαν σχέσεις με δωσίλογους και μαυραγορίτες της Κατοχής. Η δική τους παρέα ήταν μακριά από την πολιτική . Είχαν φτιάξει τα μαγαζιά τους πριν από τον πόλεμο κι ήταν όλοι αυτοδημιούργητοι,εργατικοί και ταλαντούχοι. Ζωηροί εργένηδες και ξέγνοιαστοι γλεντζέδες την περίοδο του μεσοπολέμου, στα σαλόνια και τα χοροδιδασκαλεία περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους Ήρθε όμως η επιστράτευση και τέλος η μποέμικη ζωή. Ευτυχώς λόγω ηλικίας, δεν πήγαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου , έμειναν στα μετόπισθεν, ώσπου αποστρατεύτηκαν .Πανηγύρισαν όπως όλοι στους δρόμους με την απελευθέρωση , όμως τα πράγματα ήταν πια πολύ δύσκολα.
Αν δεν ήσουν λαμόγιο ν' αρπάξεις την ευκαιρία, αν είχες μάθει να περπατάς μόνο στον ίσιο δρόμο με σημαία τις αρχές σου , ήταν ζόρικα. Τούτοι εδώ όμως, δεν έχαναν το κέφι τους. Μισοκατεστραμένοι, αλλά ζωντανοί, ήταν έτοιμοι για δράση.. Η παντρειά ήταν μια λύση. Και στην επαρχία υπήρχαν πλούσιες νύφες.
Έτσι έφτασε στο χωριό εκείνο το απόγευμα ο Κλέαρχος. Με τα άσπρα του παντελόνια, τα καλογυαλισμένα του παπούτσια με τα κορδόνια , το ψαθάκι στο κεφάλι και το χρυσό του ρολόϊ. Ο στενός του φίλος ο Σπύρος τον έφερε, που από εκεί ήταν και η δική του γυναίκα. Θαμπώθηκε η Φωφώ, η υποψήφια νύφη, που ήταν η μεγαλύτερη κόρη μεγαλοκτηματία. Τι ήξερε αυτή από ζωή στα είκοσί της. Γιαυτό και δε λογάριασε τη διαφορά ηλικίας τους. .
- Τον θέλω δήλωσε, να ξεφύγω από δω κι έτρεξε στην κουζίνα να φέρει το γλυκό νεραντζάκι και το κρύο νερό, να κεράσει τους ξένους. Έτρεμαν τα πιατικά από την ταραχή της πάνω στο δίσκο με το ολοκέντητο πετσετάκι με τα τριαντάφυλλα. . Η παρέα είχε αράξει αναπαυτικά στην φρεσκοασβεστωμένη αυλή, πάνω στις ψάθινες καρέκλες , πλάι στο πηγάδι , τις βιγόνιες και τα γιασεμιά που μοσχομύριζαν. . Κρυφογελούσαν οι Αθηναίοι κι έκαναν νοήματα μεταξύ τους. Παραφωνία ο προξενητής στη μέση, που ήταν σοβαρός και μετρημένος. Αυτός δεν ξέχναγε στιγμή το στόχο. Έπρεπε να πετύχει. Άλλωστε παιζόταν κι η καλή του φήμη στο χωριό. Προετοιμαζόταν και για πρόεδρος!
Η Φωφώ, πρόσφερε τα καλούδια της κι αμέσως ντράπηκε κι έτρεξε μέσα να κρυφτεί. Η μικρότερη αδερφή της η Κούλα όμως , πιο θαρρετή, βγήκε μπροστά και παρατηρούσε τους μουσαφιρέους ατάραχη. Δεν είχε ξαναδεί στα δεκαοκτώ της πιο όμορφους άντρες. Τούτοι εδώ ήταν
τόσο διαφορετικοί απ' τους χωριάτες .
Η μάνα της την τράβηξε μέσα με βιασύνη.
-Φύγε εσύ , έχουμε τη μεγάλη πρώτα, της ψιθύρισε. Την επόμενη φορά εσύ.
Ο γαμπρός, σε εύθυμη διάθεση, αφού είχε πληροφορηθεί για τις χρυσές λίρες, τα οικόπεδα και τα κτήματα της προίκας, γύρισε στον πατέρα.
- Τη θέλω. Μου αρέσει. Την παίρνω όπως είναι , πως το λένε.
- Μα δε μιλήσατε, άσε να δούμε, να κάνουμε "πρόβα"...
-Φώναξέ την. Μου αρέσει σου λέω.
Η μάνα έτρεξε να φέρει τη Φωφώ που έτρεμε.
- Α! Όχι αυτήν, την άλλη θέλω, τη θαρρετή, θύμωσε ο γαμπρός. Η παρέα έσκασε στα γέλια.
- Βρε χαζέ , εκείνη είναι μικρή, τη μεγαλύτερη σου δίνουν.
Κατσούφιασε ο Κλέαρχος, χαμήλωσε κι άλλο το βλέμμα το σαστισμένο κορίτσι. Αλίμονό της, της Κούλας σκέφτηκε. Θα την καταχερίσω.
Η μάνα την τράβηξε πιο μπροστά.
- Μα Κλέαρχε , δες την, είναι όμορφη, έξυπνη, νοικοκυρά, μόνο λίγο ντροπαλή είναι, μα θα ξεθαρρέψει.
-Θα ξεθαρρέψει, επανέλαβε σαν σε χορωδία και η παρέα, είναι όμορφη. Να την πάρεις.
-Την παίρνω , αποφάσισε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Κλέαρχος, και της άπλωσε το χέρι. Λίγο οι μυρωδιές του φθινοπώρου, λίγο η προίκα , λίγο η στιγμή, θάμπωσαν τα μάτια του κι ακούστηκε γρατζουνισμένη η φωνή του.
- Άντε, και σύντομα ο γάμος , Με βιολιά, Εδώ, στο χωριό.
Έτσι, η μικρή κι άβγαλτη χωριατοπούλα η Φωφώ, παντρεύτηκε τον κατά εικοσιτρία χρόνια μεγαλύτερό της Κλέαρχο κι έγινε πρωτευουσιάνα. Για να μείνει για πάντα καταπιεσμένη και δουλική , ψάρι, έξω απ' τα νερά του. Και να τ' ακούει αργότερα κι απ' τα παιδιά της , πως τον πήρε, τόσο μεγαλύτερό της.
Η Κούλα, παντρεύτηκε τον Μήτσο τον συγχωριανό της , που ήταν κομμουνιστής και μόλις είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας ώστε να βγει από τη φυλακή. Η καημένη δεν τον ήθελε, γιατί ήταν άσχημος και πολύ μεγαλύτερός της. Οι δικοί της όμως αν και αντίθετοι ιδεολογικά, της τον επέβαλαν με το ζόρι, γιατί ήταν πλούσιος και θα ένωναν τα κτήματά τους. Λένε, πως δεν τον άντεχε και μια νύχτα του όρμηξε με αναμμένα κάρβουνα, να τον κάψει στον ύπνο του. Την έκλεισε σε νευρολογική κλινική για να την ξεφορτωθεί. Και ποιος μεσολάβησε ώστε να βγει και να συνεχίσει να ζει μαζί του και με το παιδί τους; Ο Κλέαρχος φυσικά , που δεν έπαψε ποτέ να τη στηρίζει και να την προστατεύει, σαν καλός αδερφός. Ε! Ήταν και η πρώτη του επιλογή εκείνο το χαζό απόγευμα του προξενιού. Που το φθινόπωρο μπήκε στη ζωή του.
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου