Τετάρτη, Ιουλίου 09, 2014

ΣΠΙΘΕΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ

        Το αεράκι φυσούσε απαλά και χαϊδευε το ροδαλό,πανέμορφο πρόσωπό της, έσπρωχνε προς τα πίσω τα κατάξανθα, ατίθασα, μακριά της μαλλιά και δρόσιζε τον ιδρωμένο της λαιμό. Ο ήλιος αυτήν την προχωρημένη ώρα του Αυγουστιάτικου απογεύματος, έκαιγε ακόμα, λίγο πριν κρυφτεί μακριά στο θολό  ορίζοντα, εκεί που φαίνεται πώς τελειώνει η θάλασσα κι αχνοφαίνονται τα βουνά της Αίγινας. Ήταν  ξαπλωμένη  αναπαυτικά στην ξαπλώστρα με τα μακριά της πόδια ν' αγκαλιάζουν την πετσέτα, ενώ δίπλα της η μάνα της , μιά σκληρή κακογερασμένη Ρωσίδα, να προσπαθεί, άμαθη, να βολευτεί  στη δική της ξαπλώστρα  , πόσο  αλλιώτικα σκεπτόταν είναι εδώ που μ' έφερε η κόρη μου... Ο άντρας της παρέας ήταν Έλληνας, ένας θεριακλής τριανταπεντάρης, με δουλεμένα χέρια κι άγρια ματιά ,  στριφογύριζε  διαρκώς σα να μην τον χωράει ο τόπος , με μεγάλη νευρικότητα που πάσχιζε  να κρύψει . Κόσμος , χαμός γύρω τους , εκεί στη μεγάλη παραλία του Καβουριού όπου τα πεύκα  φτάνουν μέχρι τη θάλασσα, παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω, ξεφωνίζοντας, μικροπωλητές  να πουλάνε ότι φανταστείς,  λιπόσαρκες  γριές να πλατσουρίζουν  άκρη άκρη , ζευγάρια  να επιδίδονται σε τολμηρά αγκαλιάσματα  ,θαρρείς πίσω από νοητούς τοίχους απομόνωσης.
       Η νεαρή Ρωσίδα, με φλογερό βλέμμα κι επιμονή μεγάλη, σαν να εξαρτιόταν απο αυτήν όλη της η ζωή , μετέφραζε συνεχώς στη μάνα της , όσα καταλάβαινε από την ακατάσχετη πολυλογία του συντρόφου της . Στρεφόταν μιά προς τον έναν και μιά προς την άλλη  , χειρονομώντας αδιάκοπα ,   βάζοντας τα δυνατά της να είναι  ακριβής και πειστική και προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο πατρίδες , δύο νοοτροπίες. 
     -Πες της πώς ο αδερφός μου μ' έχει καταστρέψει, εγώ έβαλα τόσα λεφτά  πέρσι στην Κρήτη , αλλά είναι ανίκανος κι ανάξιος και τώρα έμεινε στον άσσο.
      -Τι;;; σου λέει να λυπηθώ τη μάνα μας;  Πες της πώς τις προάλλες πήγαμε να τόν  δούμε στη Σαλαμίνα  κι ήρθε να μας βρεί, φορώντας κάτι σκισμένες παντόφλες, έκλαιγε  η μάνα , έκλαιγε  κι αυτός , τι να κάνω....τούδωσα λίγα χρηματάκια ....να πάει να κουρευτεί, να πάρει και παπούτσια..Για τη μάνα ..να μη στενοχωτιέται..
Η Ρωσίδα κούκλα μετέφραζε συνέχεια. Κάποιες στιγμές, χασκογελούσαν με τη μάνα της  αδικαιολόγητα, ποιός ξέρει τι να σχολίαζαν στη γλώσσα τους!
       -Dolars πολλά Dolars μου 'φαγε  αυτός ,στρίγγλιζε ο γορίλας και κοίταζε τη μάνα Ρωσίδα θριαμβευτικά , γιατί ήταν δυνατός και δουλευταράς , αλλά μέχρι εδώ. Δεν μπορώ άλλο. .Να πάει να πνιγεί. Το σπίτι ανήκει σε μένα , θα μου το κάνει η μάνα γονική  παροχή , εγώ πληρώνω τα χαράτσια Η μικρή τον κοιτούσε ανυπόμονη και  θαμπωμένη. Ο πύρινος  δίσκος καθώς χανόταν ,  καθρεφτιζόταν μέσα στα  πράσινα μάτια της  που αντανακλούσαν  σπίθες απληστίας.
      - Και τ' άλλα;;  έχεις να τα πληρώσεις;; 
      - Και βέβαια έχω. Θα τα βρώ τα λεφτά. Δεν πουλάμε τίποτα. πες το στη μάνα σου. Εκεί στο καράβι δουλεύουμε !! Δεν καθόμαστε σαν τον ακαμάτη. Δε με νοιάζει . Να πάει να πνιγεί. Κι έχω και τη μάνα να φροντίσω. Που κλαίει συνέχεια. 
       Ο ήλιος είχε κρυφτεί για τα καλά.  Μεσ' στο σκοτάδι οι τρείς τους , στην άδεια παραλία ,σκιές σε συνομωσία, συνέχιζαν ακόμα τη ζωηρή κουβέντα. Εκεί , πλάι στο κυματάκι που έσκαγε   στην άκρη  της θάλασσας  ο καθένας τους ονειρευόταν το δικό του μέλλον....Στη δική του γλώσσα....

































Δεν υπάρχουν σχόλια: