Το αεράκι φυσούσε απαλά και χαϊδευε το ροδαλό,πανέμορφο πρόσωπό της, έσπρωχνε προς τα πίσω τα κατάξανθα, ατίθασα, μακριά της μαλλιά και δρόσιζε τον ιδρωμένο της λαιμό. Ο ήλιος αυτήν την προχωρημένη ώρα του Αυγουστιάτικου απογεύματος, έκαιγε ακόμα, λίγο πριν κρυφτεί μακριά στο θολό ορίζοντα, εκεί που φαίνεται πώς τελειώνει η θάλασσα κι αχνοφαίνονται τα βουνά της Αίγινας. Ήταν ξαπλωμένη αναπαυτικά στην ξαπλώστρα με τα μακριά της πόδια ν' αγκαλιάζουν την πετσέτα, ενώ δίπλα της η μάνα της , μιά σκληρή κακογερασμένη Ρωσίδα, να προσπαθεί, άμαθη, να βολευτεί στη δική της ξαπλώστρα , πόσο αλλιώτικα σκεπτόταν είναι εδώ που μ' έφερε η κόρη μου... Ο άντρας της παρέας ήταν Έλληνας, ένας θεριακλής τριανταπεντάρης, με δουλεμένα χέρια κι άγρια ματιά , στριφογύριζε διαρκώς σα να μην τον χωράει ο τόπος , με μεγάλη νευρικότητα που πάσχιζε να κρύψει . Κόσμος , χαμός γύρω τους , εκεί στη μεγάλη παραλία του Καβουριού όπου τα πεύκα φτάνουν μέχρι τη θάλασσα, παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω, ξεφωνίζοντας, μικροπωλητές να πουλάνε ότι φανταστείς, λιπόσαρκες γριές να πλατσουρίζουν άκρη άκρη , ζευγάρια να επιδίδονται σε τολμηρά αγκαλιάσματα ,θαρρείς πίσω από νοητούς τοίχους απομόνωσης.
Η νεαρή Ρωσίδα, με φλογερό βλέμμα κι επιμονή μεγάλη, σαν να εξαρτιόταν απο αυτήν όλη της η ζωή , μετέφραζε συνεχώς στη μάνα της , όσα καταλάβαινε από την ακατάσχετη πολυλογία του συντρόφου της . Στρεφόταν μιά προς τον έναν και μιά προς την άλλη , χειρονομώντας αδιάκοπα , βάζοντας τα δυνατά της να είναι ακριβής και πειστική και προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο πατρίδες , δύο νοοτροπίες.
-Πες της πώς ο αδερφός μου μ' έχει καταστρέψει, εγώ έβαλα τόσα λεφτά πέρσι στην Κρήτη , αλλά είναι ανίκανος κι ανάξιος και τώρα έμεινε στον άσσο.
-Τι;;; σου λέει να λυπηθώ τη μάνα μας; Πες της πώς τις προάλλες πήγαμε να τόν δούμε στη Σαλαμίνα κι ήρθε να μας βρεί, φορώντας κάτι σκισμένες παντόφλες, έκλαιγε η μάνα , έκλαιγε κι αυτός , τι να κάνω....τούδωσα λίγα χρηματάκια ....να πάει να κουρευτεί, να πάρει και παπούτσια..Για τη μάνα ..να μη στενοχωτιέται..
Η Ρωσίδα κούκλα μετέφραζε συνέχεια. Κάποιες στιγμές, χασκογελούσαν με τη μάνα της αδικαιολόγητα, ποιός ξέρει τι να σχολίαζαν στη γλώσσα τους!
-Dolars πολλά Dolars μου 'φαγε αυτός ,στρίγγλιζε ο γορίλας και κοίταζε τη μάνα Ρωσίδα θριαμβευτικά , γιατί ήταν δυνατός και δουλευταράς , αλλά μέχρι εδώ. Δεν μπορώ άλλο. .Να πάει να πνιγεί. Το σπίτι ανήκει σε μένα , θα μου το κάνει η μάνα γονική παροχή , εγώ πληρώνω τα χαράτσια Η μικρή τον κοιτούσε ανυπόμονη και θαμπωμένη. Ο πύρινος δίσκος καθώς χανόταν , καθρεφτιζόταν μέσα στα πράσινα μάτια της που αντανακλούσαν σπίθες απληστίας.
- Και τ' άλλα;; έχεις να τα πληρώσεις;;
- Και βέβαια έχω. Θα τα βρώ τα λεφτά. Δεν πουλάμε τίποτα. πες το στη μάνα σου. Εκεί στο καράβι δουλεύουμε !! Δεν καθόμαστε σαν τον ακαμάτη. Δε με νοιάζει . Να πάει να πνιγεί. Κι έχω και τη μάνα να φροντίσω. Που κλαίει συνέχεια.
Ο ήλιος είχε κρυφτεί για τα καλά. Μεσ' στο σκοτάδι οι τρείς τους , στην άδεια παραλία ,σκιές σε συνομωσία, συνέχιζαν ακόμα τη ζωηρή κουβέντα. Εκεί , πλάι στο κυματάκι που έσκαγε στην άκρη της θάλασσας ο καθένας τους ονειρευόταν το δικό του μέλλον....Στη δική του γλώσσα....
Η νεαρή Ρωσίδα, με φλογερό βλέμμα κι επιμονή μεγάλη, σαν να εξαρτιόταν απο αυτήν όλη της η ζωή , μετέφραζε συνεχώς στη μάνα της , όσα καταλάβαινε από την ακατάσχετη πολυλογία του συντρόφου της . Στρεφόταν μιά προς τον έναν και μιά προς την άλλη , χειρονομώντας αδιάκοπα , βάζοντας τα δυνατά της να είναι ακριβής και πειστική και προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο πατρίδες , δύο νοοτροπίες.
-Πες της πώς ο αδερφός μου μ' έχει καταστρέψει, εγώ έβαλα τόσα λεφτά πέρσι στην Κρήτη , αλλά είναι ανίκανος κι ανάξιος και τώρα έμεινε στον άσσο.
-Τι;;; σου λέει να λυπηθώ τη μάνα μας; Πες της πώς τις προάλλες πήγαμε να τόν δούμε στη Σαλαμίνα κι ήρθε να μας βρεί, φορώντας κάτι σκισμένες παντόφλες, έκλαιγε η μάνα , έκλαιγε κι αυτός , τι να κάνω....τούδωσα λίγα χρηματάκια ....να πάει να κουρευτεί, να πάρει και παπούτσια..Για τη μάνα ..να μη στενοχωτιέται..
Η Ρωσίδα κούκλα μετέφραζε συνέχεια. Κάποιες στιγμές, χασκογελούσαν με τη μάνα της αδικαιολόγητα, ποιός ξέρει τι να σχολίαζαν στη γλώσσα τους!
-Dolars πολλά Dolars μου 'φαγε αυτός ,στρίγγλιζε ο γορίλας και κοίταζε τη μάνα Ρωσίδα θριαμβευτικά , γιατί ήταν δυνατός και δουλευταράς , αλλά μέχρι εδώ. Δεν μπορώ άλλο. .Να πάει να πνιγεί. Το σπίτι ανήκει σε μένα , θα μου το κάνει η μάνα γονική παροχή , εγώ πληρώνω τα χαράτσια Η μικρή τον κοιτούσε ανυπόμονη και θαμπωμένη. Ο πύρινος δίσκος καθώς χανόταν , καθρεφτιζόταν μέσα στα πράσινα μάτια της που αντανακλούσαν σπίθες απληστίας.
- Και τ' άλλα;; έχεις να τα πληρώσεις;;
- Και βέβαια έχω. Θα τα βρώ τα λεφτά. Δεν πουλάμε τίποτα. πες το στη μάνα σου. Εκεί στο καράβι δουλεύουμε !! Δεν καθόμαστε σαν τον ακαμάτη. Δε με νοιάζει . Να πάει να πνιγεί. Κι έχω και τη μάνα να φροντίσω. Που κλαίει συνέχεια.
Ο ήλιος είχε κρυφτεί για τα καλά. Μεσ' στο σκοτάδι οι τρείς τους , στην άδεια παραλία ,σκιές σε συνομωσία, συνέχιζαν ακόμα τη ζωηρή κουβέντα. Εκεί , πλάι στο κυματάκι που έσκαγε στην άκρη της θάλασσας ο καθένας τους ονειρευόταν το δικό του μέλλον....Στη δική του γλώσσα....