Ήταν μαζί πολλά χρόνια. Από φοιτητές. Γνωρίστηκαν την πρώτη μέρα στο αμφιθέατρο όταν κάθησαν δίπλα δίπλα, στραβάδια κι οι δύο , άγνωστοι μεταξύ αγνώστων , στο επαρχιακό Πολυτεχνείο .Την κοίταξε επίμονα, στα μάτια της καθρεφτιζόταν ο κόσμος όλος.Στα μελοκάστανα όμορφά της μάτια. Κι εκείνη του ανταπέδωσε αμέσως το φλογερό βλέμμα. Της άρεσε. Λυγερόκορμο παλληκάρι, στ´ άσπρα, της έκαναν εντύπωση τα χέρια του. Δυνατά και μεγάλα. Ολόθερμη αγκαλιά. Που αποκλείεται να σε προδώσει ποτέ. Έγιναν κολλητοί. Στα μαθήματα και στις βόλτες. Στις παρέες και στα ξενύχτια. Στις επιτυχίες και τις πτώσεις. Εκείνος λίγο πιό μπροστά. Επίτηδες , τον άφηνε να το πιστεύει. Ήθελε να τον βλέπει "δυνατό " για να τον θαυμάζει. Αυτό της είχαν μάθει από μικρή ,κλασική συνταγή για επιτυχημένες σχέσεις. Αποδοτικό μοντέλο. Το χε δεί να λειτουργεί στο περιβάλλον της. Η γυναίκα να είναι πιο πίσω. Λίγο όμως. Αφού κι αυτή τα κατάφερνε καλά, ήταν δημιουργική, εύστροφη και πεισματάρα.
Βρέθηκαν για μεταπτυχιακά μαζί στο Βερολίνο. Ίδια σχολή, ίδιες παρέες, ίδιο σπίτι,
τα έβαλαν κάτω. Μισά μισά τούς φτάναν δεν τούς φτάναν. Αλλά εδώ, τα όνειρα πραγματώνονται
Μαθαίνεις. Εξελίσσεσαι. Προχωράς. Πολύ διάβασμα, λίγες βόλτες, ατέλειωτη γλυκειά αγάπη,
μεγάλες προσδοκίες. Οι δυό τούς. Μαζί, πάντα μαζί.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε κι η πολυπόθητη αποφοίτηση. Κόσμος πολύς, συγγενείς
φίλοι, στα τεράστια κτίρια, φώτα, λουλούδια, φωτογραφίες, γιορτή. Το βράδυ η Ελληνική παροικία
γιόρτασε, πού αλλού; ....στα μπουζούκια. Με κρασάκι και ξεσάλωμα. Εκεί έγιναν όλα. Εκεί εμφανίστηκε ο άλλος. Την κοιτούσε θαμπωμένος. Ήταν τόσο όμορφη με το λουλουδάτο της φόρεμα και τα λαμπερά μακριά ίσια μαλλιά της. Κορίτσι λυγερό που λικνιζόταν στην πίστα , τα χέρια της,κύματα απαλά, ν´ ακολουθούν το ρυθμό της μουσικής , τα μάτια της κάρβουνα αναμμένα. Της έπιασε κουβέντα. Της είπε λόγια κολακευτικά που κάθε κορίτσι θέλει ν´ ακούσει. Της ξεσήκωσε τα μυαλά. Το βράδυ στο σπίτι, αυτή ήταν ψυχρή κι απόμακρη. Ο δικός της, η αγάπη της , η μεγάλη της λατρεία, της ήταν λίγος. Δεν μίλαγε τόσο όμορφα. Δεν είχε διαβάσει τόσα βιβλία. Δεν έγραφε ποιήματα. Δεν ήταν τόσο ψηλός. Ούτε τόσο γοητευτικός Οι επόμενες μέρες ήταν μέρες δράσης, αμφισβήτησης, πάλης κι εσωτερικών διλημμάτων. Είχαν συνεντεύξεις , ψάξιμο, τρεξίματα. Η δουλειά πάνω απ´ όλα. Να δείξεις τον καλύτερό σου εαυτό στους εργοδότες εξεταστές,να πείσεις ότι αξίζεις.Και μέσα σ' όλα και το κρυφτούλι.Κρυφά, βιαστικά ραντεβού, γιατί ο έρωτας διεκδικούσε, απαιτητικός κι επίμονος.
Τα βράδια ήταν μαρτυρικά και για τους δύο.Εκείνος είχε καταλάβει και πίεζε. Ήθελε να ξεκαθαρίσει η αβεβαιότητα, να φανεί η αλήθεια, ακόμα κι αν ήταν δισβάστακτη γι' αυτόν.Ήθελε να ξέρει.Της μιλούσε εχθρικά και με υπονοούμενα, την κατασκόπευε.Όταν ξεκίνησαν να δουλεύουν, σε διαφορετικές δουλειές,τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα.Έλειπαν κι οι δύο από το σπίτι αρκετές ώρες, επέστρεφαν αργά, εντυπωσιασμένοι απ' τις καινούργιες εμπειρίες, κουρασμένοι αλλά γεμάτοι , με την ικανοποίηση που δίνει η προσπάθεια όταν είναι καλά αμειβόμενη κι εκτιμητή. Απέφευγαν να λένε πολλά όμως, γιατί η κάθε κουβέντα έφερνε αντίλογο κι αντιγνωμίες. καλύτερα ο καθένας στον κόσμο του. Στον κόσμο του τον απόμακρο, τον διαφορετικό , τον κλειστό , εκεί που ο άλλος δεν έχει θέση.Πόσο μπορούσε να κρατήσει αυτό; Για κείνη ήταν μαρτύριο. Όχι ότι ξεπόρτιζε συχνά. αλλά άξιζε αλήθεια να ρισκάρει , με τόσο φόβο. αγωνία, ψέμματα κι ανασφάλεια. Κι ούτε είχε το χρόνο να αυτοαναλυθεί , να δει τι γίνεται μέσα της..Να μείνει, να φύγει...Ποιόν αγαπάει; Ποιόν απ' τους δυό;
Έτσι περνούσε ο καιρός, με συννεφιά μες στις ζωές τους. Συννεφιά που γινόταν ψύχρα. Ανελέητη. Ώσπου ένα βράδυ βροχερό και κρύο, επέστρεψε σπίτι νωρίτερα και καθώς γύριζε το κλειδί στην πόρτα , την άκουσε να μιλά στο κινητό της. Με τον άλλο. Τον εισβολέα. Τον παρείσακτο. Η αποκάλυψη ήταν ανακουφιστική. Επιτέλους. τώρα μπορούσαν να μιλάνε αληθινά και απροκάλυπτα. Τι τους συνέδεε, τι τους χώριζε; Τότε αυτή κατάλαβε. Σαν ξαφνικά να άστραψε φως και είδε. Ήθελε να μείνει εκεί. Σ' αυτό το κρεβάτι, σ' αυτήν την αγκαλιά. που είχε ζεστασιά, παρηγοριά κι αγάπη. Δεν θα το κουνήσει από κεί ούτε βήμα. Και ο άλλος; Ο άλλος......Ενθουσιασμός, φούσκα, κούφια, μεγάλα λόγια. Όχι εδώ, θα μείνει εδώ. Πρέπει να τον καλοπιάσει. Σαν μια άλλη Σκάρλετ ΟΧάρα. Αύριο. Αύριο είναι μια άλλη μέρα. Όλα θα γίνουν ξανά. Καινούρια, λαμπερά, καλύτερα. Αυτός την κοίταξε λυπημένα. Η λύπη λένε είναι απ' όλα τα συναισθήματα, αυτό που κρατάει περισσότερο. Απ' τον φόβο, τον θυμό, τη ντροπή, την ενοχή. Αναρωτιέται αν μπορεί να τη συγχωρήσει.Να ξεχάσει τα ψέμματα που του έλεγε. Την επιθετικότητά της , κυρίως μπροστά σε άλλους. Το κρυφτούλι που του 'παιζε. Τον αγαπούσε άραγε ή ήταν βολεμένη μαζί του; Ήθελε να φύγει και δεν το τολμούσε, αυτό ποτέ δεν θα το μάθει. Ίσως πρέπει να ξεκόψει αυτός, να φύγει πρώτος. Η ελευθερία κερδίζεται όταν τολμάς. Αλλιώς ζεις για πάντα μέσα στην αμφιβολία.
Καθώς γύριζε από την άλλη μεριά στο μαξιλάρι του, για να είναι όσο γίνεται μακριά της, σκεπτόταν πως δεν την άκουσε να του πει λέξη γι' αγάπη. Του μίλησε για τη μεταμέλειά της , τη βλακεία της , το λάθος της, του ζήτησε συγνώμη με δάκρυα, αλλά για αγάπη δεν του μίλησε. Σαν το παιδάκι που σπάει το βάζο κι ορκίζεται πως δεν θα το ξανακάνει. Κι όμως, αυτό μόνο του αρκούσε. Η διαβεβαίωση της αγάπης και μια αγκαλιά. Η τίποτα από τα δύο. Η αίσθηση πως έτσι νοιώθει. Αγάπη, χωρίς στολίδια και παραγεμίσματα, αγάπη κι αλήθεια. Αυτή ήταν η τελευταία σκέψη του πριν αποκοιμηθεί. Στο δωμάτιο ακούστηκε ένας δυνατός αναστεναγμός που βγήκε απ' τα σφιγμένα του χείλη.. Κι ύστερα σιωπή......