Παρασκευή, Ιανουαρίου 28, 2022

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ : ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ

 


Γεννήθηκε στην Κάρυστο το 1924,σε ένα μεγάλο σπίτι που δέσποζε στην πλαγιά με τα περιβόλια του και τα κρύα νερά,ψηλά στο χωριό,με θέα το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας.Το σπίτι αυτό το είχε κτίσει ο πατέρας της ,που είχε δουλέψει μετανάστης στην Αμερική για πολλά πολλά χρόνια. Ως η μεγαλύτερη από τέσσερα αδέλφια είχε υποχρεώσεις.Δεν έπαιξε σαν παιδί. Την ξυπνούσαν, έλεγε, οι γονείς της στις 4πμ πριν το χάραμα να τους ακολουθήσει στο χωράφι.Είχε μάθει να δουλεύει σκληρά απο πολύ μικρή.Γι αυτό όταν της έφεραν το «προξενιό» κι ο γαμπρός ήταν ένας όμορφος Αθηναίος έμπορος ,με δική του «βιοτεχνία υποκαμίσων» είπε αμέσως το «ναι» κι ας την περνούσε εκείνος 23 ολόκληρα χρόνια.

Όμως η ζωή στη μεταπολεμική Αθήνα του Εμφυλίου και της φτώχειας ήταν σκληρή κι ο έμπορος είχε χάσει πολλά χρήματα στην Κατοχή καθώς είχαν γίνει πληθωρικά.Ένα μικρό δωμάτιο που είχε κοινή αυλή με άλλους συγκατοίκους πάνω από τη βιοτεχνία στην οδό Αδριανού στην Πλάκα ήταν το πρώτο σπίτι που στέγασε την οικογένεια ,που απέκτησε δύο αγοράκια.Στενοχώρια και συζυγική γκρίνια ήταν η καθημερινότητα για τη νεαρή χωριατοπούλα ,που με τόση χαρά και τόσα όνειρα άφησε το χωριό της για την πρωτεύουσα.

Ο έμπορος με τη βοήθεια και της προίκας έφτιαξε μια όμορφη μονοκατοικία για την οικογένεια στο Παγκράτι του 1953 κι εκείνη παρηγοριέται να ασχολείται με τις λεμονιές,τις βερικοκιές και τα λουλούδια του κήπου της. Ώσπου ήρθε η τραγωδία. Την έφερε το πακέτο με τα καλούδια, δώρο από το χωριό με το χοιρινό λουκάνικο που έφαγε το μεγαλύτερο αγοράκι της και «έσκασε» όπως είπαν. Και ήταν μόνο πεντέμισι χρονών.

Αυτή η απώλεια στιγμάτισε τη ζωή τη δική μου και της αδερφής μου που γεννηθήκαμε αργότερα.Το αδικοχαμένο παιδάκι της το μνημόνευε η καημενούλα ,ως πριν μερικούς μήνες, λίγο πριν χάσει τη μνήμη της.Τα κατοπινά πολλά χρόνια, είχαν όμως και μεγάλες χαρές.Εμείς τα παιδιά της σπουδάσαμε,δουλέψαμε,δημιουργήσαμε τις δικές μας οικογένειες.Κι εκείνη πάντα δίπλα μας ,έζησε μια ζωή προσφοράς και στήριξης προς όλους μας. Το νοιάξιμο της Ελληνίδας μάνας για την οικογένεια ,τη φροντίδα των εγγονιών ,να είναι χρήσιμη και πάντα διαθέσιμη.

Ο χαμός του δεύτερου γιου της το 2015 της ράγισε την καρδιά για μια ακόμη φορά.Τη δύσκολη αυτή περίοδο εκτός από μας τους δικούς της τη βοήθησε η βαθιά της πίστη στο Θεό,γιατι ήταν πολύ θρησκευόμενη. Στην εκκλησία εύρισκε παρηγοριά και δύναμη .Είχε πια περάσει τα 90 της αλλά ήταν υγιής και δραστήρια. Έφτιαχνε πεντανόστιμες σπανακόπιτες ,σκάλιζε και κλάδευε τον κήπο μας,διάβαζε εφημερίδες,είχε άποψη για τα πάντα.Τους πολιτικούς,τη μόδα,τα σήριαλ της τηλεόρασης.Ήταν ένα κανονικό «αρχηγόπουλο».

Όμως σιγά σιγά ο βιολογικός της κύκλος έκλεινε.Με τη στήριξη της οικογένειας ,των φίλων μας και κυρίως την αγάπη των εγγονιών της που λάτρευε και που ήταν τα τελευταία πρόσωπα που αναγνώριζε πριν σβήσουν όλα από τη μνήμη της.

Έζησε μια ζωή γεμάτη σχεδόν έναν αιώνα .Είχε να διηγείται ιστορίες από τον πόλεμο του ‘40 ,την Κατοχή  στο χωριό,τη μεταπολεμική Αθήνα,τον Εθνικό κήπο.,τον γάμο του τεως Βασιλιά Κωνσταντίνου και  της Άννας Μαρίας ,το αστικό Παγκράτι των μονοκατοικιών και τη μετεξέλιξή του στις κακάσχημες πολυκατοικίες της αντιπαροχής.

Η εποχή των κομπιούτερ και της τεχνητής νοημοσύνης ήταν το θαυμαστό στα μάτια της μέλλον ,που το έβλεπε να έρχεται μέσα από τα εγγόνια της.Και μέσα από αυτά θα συνεχίσει να ζει.

  

ΜΑΝΑ

 -Πότε θα πάμε σπίτι;

-Σπίτι σου είσαι μαμά

-Όχι στο  σπίτι ΣΟΥ  πότε θα πάμε.

-Εδώ, είναι το δικό σου σπίτι μαμά

-Στο γηροκομείο είμαι;

-Όχι μαμά…στο σπίτι σου στο Παγκράτι είσαι με την Κατερίνα που σε βοηθάει…Εδώ που ζεις πάνω από εξήντα χρόνια.

-Δε μου αρέσει εδώ….Πότε θα φύγουμε;

-Θέλεις να φύγεις από το σπίτι σου; Και πού να πας;

-Στο δικό σου .Εκεί μ´αρέσει.

-Αύριο μαμά…Αύριο θα έρθω να σε πάρω.

-Τα παιδιά…πού είναι τα παιδιά;

-Στην Ελβετία είναι μαμά…Δουλεύουν.

-Και πότε θα έρθουν;

-Αύριο θα έρθουν…

-Θα έρθεις να με πάρεις αύριο να τα δώ;

-Σου το υπόσχομαι.Αύριο θα σε πάρω στο σπίτι μου που θα είναι και τα παιδιά.

Όμως δεν μπορούσε να μετακινηθεί.Αργόσβηνε σιγά σιγά.Στα 95 της. Έζησε τόσο πολύ κι ας μην το ήθελε στα τελευταία της.Δεν την πιστεύαμε όταν μας έλεγε « Να φύγω…Αλλά ο Θεός αποφασίζει….Δεν μπορώ να φύγω…» Πόση  απελπισία στα βαθιά της γεράματα. Θυμόταν ότι είχε χάσει δύο παιδιά .Το ένα πριν κοντά εβδομήντα χρόνια.

Η μάνα ! Κοτσονάτη ως τα 92 της.Με τις παραξενιές ,τις εμμονές αλλά και τις γλυκές της στιγμές .

«Αρχηγόπουλο»  τη λέγαμε. Έφτιαχνε τις μυρωδάτες σπανακόπιτές της, τους υπέροχους λαχανοντολμάδες, τα χειροποίητα γλυκά της και κάθε Σάββατο σκαρφάλωνε στο λεωφορείο και να την σε μας…Τη Δευτέρα το βράδυ  με παράπονο μας αποχωριζόταν 

-Τώρα θα με πάτε σπίτι μου; Στη μοναξιά μου;

-Για λίγες μόνο μέρες μαμά…Ως το επόμενο Σάββατο.Που θα ξανάρθεις.για το τριήμερο.


Αχ και να γύριζα το χρόνο πίσω. Να σε έχω συνέχεια εδώ μαζί μου…