Στο προαύλιο της
εκκλησίας του νεκροταφείου ήταν μαζεμένος κόσμος πολύς. Ένα μαυροντυμένο πλήθος, παραφωνία μες το γελαστό Απριλιάτικο
μεσημέρι , που ήρθε να αποχαιρετήσει τον νεκρό. Τον εξηντάχρονο επιτυχημένο
μεγαλοστέλεχος γνωστής πολυεθνικής, που έφυγε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, ταράζοντας όλους για το απρόσμενο του θανάτου. Η Άννα πλησίασε με το άσπρο της σμαρτάκι, σταμάτησε απέναντι στην άκρη του δρόμου για λίγο διστακτικά κι αναρωτήθηκε αν
έπρεπε να μπεί μέσα κι αν θα την αναγνώριζαν οι παλιοί της συνεργάτες , μετά από τριάντα χρόνια που είχε φύγει από
την εταιρεία. Τι κοινό μπορεί πιά να έχει μ’ όλους αυτούς, που μάλιστα είχαν
κάτι φοβιστικό κι απειλητικό , μες στα σκούρα τους ρούχα! Τελικά, επικράτησε η
λογική . Θα μπεί αφού ήρθε ως εδώ, άλλωστε είχε και την περιέργεια να μάθει πως
τα πήγαν στις ζωές τους. Τον άνθρωπο που έφυγε, παλιό της φίλο, τον έβλεπε κάπου
κάπου επαγγελματικά, τον είχε μάλιστα συναντήσει τελευταία σε κάποιο συνέδριο. Αφού
στρίμωξε το μικρό της αυτοκίνητο σε μιά θέση που δεν χωρούσαν τα άλλα,
άρχισε χωρίς να βιάζεται να βαδίζει πρός το νεκροταφείο. Δεν τη βοηθούσαν οι
ψηλοτάκουνες γόβες, αν και τόσα χρόνια είχε πιά συνηθίσει τη στολή εργασίας ,τα κομψά
κοστούμια και τα ψηλά τακούνια. . Προσπάθησε να κυριαρχήσει στα συναισθήματά
της.
Ήταν νεαρό κορίτσι με πτυχία και μεταπτυχιακά όταν
ξεκίνησε την καριέρα της στην εταιρεία που εργαζόταν κι ο μακαρίτης . Στον
ανδροκρατούμενο τότε χώρο της τεχνολογίας που βρέθηκε, ήταν το αστέρι τους.
Εργασιομανής και φιλόδοξη, πρώτη τα πρωινά έφτανε, αργά, σχεδόν τελευταία, τα
βράδια αποχωρούσε. Γρήγορα άνοιξε τα φτερά της για άλλα πιο δύσκολα, εδώ και
στο εξωτερικό. Για λίγο έμενε ικανοποιημένη με ότι έκανε. Όμως αναζητούσε
διαρκώς την επόμενη επαγγελματική πρόκληση. Στο μεταξύ, από τα φοιτητικά τα
χρόνια είχε κάνει και τον γάμο της με έναν ήσυχο τύπο,ερευνητή της Ιστορίας,
που όπως ήταν κι αυτός χωμένος στις μελέτες του, δεν πολυπαρατηρούσε το πόσο αυτή
έλειπε από το σπίτι.
Ξαφνικά, φωνές κι επιφωνήματα
χαράς διέκοψαν τις σκέψεις της. Την αναγνώρισαν. Με το διακριτικά επιμελημένο
της στυλ και την ψιλόλιγνη κορμοστασιά της, δεν μπορούσε να
περάσει απαρατήρητη. Έσφιξε δεκάδες χέρια, αγκάλιασε ανθρώπους που δεν της
θύμιζαν τίποτα αλλά τους χαμογελούσε ευγενικά, προσπαθώντας να απαντήσει στις
ερωτήσεις τους, για τα εργασιακά και τα προσωπικά
της. Της φαίνονταν όλοι πολύ μεγάλοι, με τις φαλακρίτσες και τα προκοιλάκια
τους, οι περισσότεροι βέβαια συνταξιούχοι αλλά νεάζοντες και καθόλου αποτραβηγμένοι από τη ζωή. Κι έτσι όπως είχαν παρασυρθεί από τις χαιρετούρες , σχεδόν
ξέχασαν τον λόγο που βρίσκονταν εκεί. Τον
θυμήθηκαν βέβαια όταν είδαν το φέρετρο να βγαίνει από την πόρτα της εκκλησίας,
ακολουθούμενο από το πλήθος των συγγενών και φίλων που το συνόδευαν προς την ταφή.Τότε συνήλθαν κι επανήλθαν στην πραγματικότητα. Η κουβέντα
γύρισε στον θανόντα. Άρχισαν τα σχόλια.
- Ο καημένος ο Ντίνος. Είναι άδικο. Νέος ήταν
ακόμα. Και τόσο δραστήριος , άνθρωπος με όραμα και ιδέες.
- Τον έφαγε η δουλειά.
- Το παράκανε
- Παραμέλησε την υγεία του. Και το πλήρωσε.
- Η χήρα του είναι πολύ νέα. Πόσο θα τον
πενθήσει, σύντομα θα παρηγορηθεί.
Τα παιδιά του , από τον πρώτο του γάμο,ακολουθούσαν την πομπή σιωπηλά .
Αυτά είχαν τον καιρό μπροστά τους. Η ζωή συνεχίζεται. Η Άννα χαμήλωσε το κεφάλι
και ξαφνικά ένοιωσε απέραντη μοναξιά. Αυτό είναι λοιπόν. Τόσα, ατελείωτα χρόνια
δουλειάς και ξαφνικά να φεύγεις μόνος. Γύρω σου η ζωή προχωράει.Αλλά εσύ δεν
είσαι εκεί. Δεν θα είσαι ποτέ πια εκεί. Αυτό το ποτέ, της πάγωσε το αίμα. Ήθελε
αμέσως ένα τσιγάρο. Αλλά δεν επιτρεπόταν. Μόνο εδώ δεν επιτρέπεται, σκέφτηκε.
Εδώ που κυριαρχεί ο θάνατος.
Στο κυλικείο πιο δίπλα,
το σόου των κηδειών συνεχίστηκε. Μόνο οι στενοί συγγενείς, σιωπηλοί και
αποτραβηγμένοι στις ειδικές θέσεις , έπιναν ήσυχα τον καφέ τους. Στην μεγάλη
αίθουσα γινόταν πανηγύρι. Το πλήθος, πολύβουο και συνεχώς μετακινούμενο, συνέχιζε
τις δημόσιες σχέσεις. Κάποιοι μάλιστα , ξεχνώντας εντελώς το γιατί ήταν εκεί, ξεφώνιζαν
σχεδόν χαρούμενα κι αντάλλασσαν μεταξύ τους τηλέφωνα κι υποσχέσεις για
επανασύνδεση και μελλοντικές συναντήσεις.
- Να βρεθούμε βρε Άννα , να
τα ξαναπούμε σύντομα κι όχι μετά από άλλα τριάντα χρόνια, άκουσε να της λένε
- Βέβαια, βέβαια, τους διαβεβαίωνε ,εκείνη τη
στιγμή σχεδόν το πίστευε.
- Θα το οργανώσουμε εμείς,
πετάχτηκαν δύο εύσωμες μεγαλοπιασμένες, μεσήλικες κυρίες,αλλά τα χαμόγελά τους
φαίνονταν σαν αστείοι μορφασμοί από τα μπότοξ.
Η Άννα τους παρατηρούσε λυπημένη. Τι κοινό πια έχει με αυτούς όλους...
Στη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν, δεν έζησε τις χαρές και τις λύπες τους,
τα οικογενειακά τους, ούτε καν τα εργασιακά τους. Της έδειχναν με καμάρι τις
φωτογραφίες των παιδιών και των εγγονιών μέσα από τα κινητά, αλλά εκείνη δεν
είχε ανάλογες να τους δείξει , αφού με τη δουλειά δεν βρήκε τον καιρό να κάνει
δικά της παιδιά. Είχαν μόνο να
θυμούνται εκείνα τα αξέχαστα νεανικά τους χρόνια , τις εκδρομές και τις
πλάκες τους, όλα, ακόμα και τα πιο δύσκολα της δουλειάς ωραιοποιημένα από την
πατίνα του χρόνου κι ανεξίτηλα αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο του μυαλού. Είναι
αυτό το τρελό της ανθρώπινης φύσης που ότι κι αν γίνει τα παλιά δεν τα ξεχνά.
Χαιρέτησε τυπικά τη χήρα,
μα μπροστά στα παιδιά του κοντοστάθηκε. Ο γιός ήταν τόσο ίδιος με τον πατέρα του όταν
ήταν στην ηλικία του και του το είπε συγκινημένη.
-Πηγαίναμε τότε,
τρελά παιδιά για ελεύθερο κάμπινγκ και ψάρεμα σε απομακρυσμένες παραλίες. Εσείς, δεν είχατε
ακόμα γεννηθεί. Την κοιτούσαν με απορία.
Ναι βέβαια. Ο πατέρας υπήρξε και νεαρός. Κι έκανε και τρέλες. Μαζί με
αυτήν εδώ την κυρία θα σκέφτονταν. Η Άννα έριξε το βλέμμα στη φωτογραφία που
ήταν για την περίσταση δίπλα στο τραπεζάκι. Ο σοβαρός κύριος που την κοιτούσε
από κει της ήταν άγνωστος. Ο γιός του όμως της ήταν οικείος . Τον αγκάλιασε με
απέραντη θλίψη. Δεν πεθαίνεις όταν έχεις
παιδιά σκέφτηκε μελαγχολικά.
Και τα χρόνια έχουν πετάξει, χρόνια χελιδόνια .....
Κι η εγώ η άμυαλη τ’ άφησα να φύγουν ζώντας
φυλακισμένη ανάμεσα στους τοίχους πολυτελών γραφείων, δίπλα σε απρόσωπους
ανταγωνιστικούς συνεργάτες , που
αγχωμένοι μιλούσαν συνεχώς στα τηλέφωνα και πατούσαν διαρκώς πλήκτρα,
τακτοποιώντας λογαριασμούς και απαντώντας σε μέιλ. Δεν έχω κάνει τίποτα για μένα της ήρθε να φωνάξει, και ξαφνικά
θυμήθηκε τον άντρα της. Της ήρθε στο νου η εικόνα του όπως τον πρωτογνώρισε. Κι ένοιωσε μεγάλη επιθυμία να τον δεί αυτή τη
στιγμή. Πόσο τον είχε παραμελήσει τελευταία με τις επαγγελματικές της
υποχρεώσεις!
- Λοιπόν θα σταματήσω τη δουλειά. Αρκετά ως εδώ. Φτάνει.
Ανακοίνωσε δυνατά κι όλοι απόρησαν και σταμάτησαν την κουβέντα .
- Η Άννα κάνει σοβαρές δηλώσεις, την
κορόιδεψαν. Αύριο , θα σου έχει περάσει . Μετά από έναν καλό ύπνο!
- Είσαι εκείνο το είδος γυναίκας που κανένας
άντρας δεν θέλει να έχει για σύντροφο, άκουσε. Αλλά δεν την ένοιαζε . Τους
αποχαιρέτησε βιαστικά και βγήκε στο δρόμο.
- Θα ξαναπάμε για κάμπινγκ. Θα
ξαναζήσουμε ηλιοβασιλέματα, παραλίες, τσιπουράκια παρέες και χαρές. Είπε
δυνατά στον εαυτό της σαν να ήταν τρίτος. Θα είμαστε εκεί, γιατί τα χελιδόνια
θα γυρίσουν πίσω. Και πρέπει να μας βρουν ζωντανούς