Τετάρτη, Αυγούστου 09, 2017

ΤΟ ΣΟΙ

Στο καφέ μπαρ εστιατόριο «Άγονη γραμμή » , μπροστά στο λιμάνι της Ραφήνας , κόσμος πολύς περίμενε να ταξιδέψει για το Μαρμάρι. Μέσα Ιουλίου ,καιρός διακοπών κι έχουν έρθει εδώ με τα παιδιά τους, τα σκυλιά τους ,τα μπαγκάζια τους, για να πάνε σε  κάποιο από τα πανέμορφα μέρη της νότιας Εύβοιας.

Αλλά μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο, κάποιοι είμαστε παραφωνία. Ξεχωρίζουμε ντυμένοι στα κατάμαυρα, γιατί πηγαίνουμε να αποχαιρετήσουμε τον μπάρμπα Χρόνη , τον συγγενή μας , που έσβησε τη νύχτα  στα 85 του, μετά από σύντομη αρρώστια. Κι όπως πάντα, μόνο σε μεγάλες χαρές , ή μεγάλες λύπες βρίσκεται το σόι  μας. Αν δεν υπήρχαν κι αυτές οι τελετές, ούτε καν θα ανταμώναμε, έτσι όπως ο καθένας είναι στο μικρόκοσμό του και στα ζόρια του. Για δες μέρα που διάλεξε να αποδημήσει ο θείος. Μες το κατακαλόκαιρο έχει ενσκήψει  η « Μέδουσα» , ακραίο καιρικό φαινόμενο, με ανεμόβροχο, κρύο και φθινοπωρινή μαυρίλα. Έχω στριμωχτεί κάτω από την φουσκωμένη από τον αέρα τέντα  , προσπαθώντας να προφυλαχτώ απ’ τη βροχή, ενώ δίπλα μου οι μαγαζάτορες περιμαζεύουν όπως όπως τα απλωμένα στους πάγκους φρεσκοψαρεμένα ψάρια τους.

 Μέχρι να πιώ δυο γουλιές από τον καφέ μου, να και το « Πανόραμα»,  πλησιάζει στη φουρτουνιασμένη αποβάθρα καμαρωτό , σαν τεράστια πάπια που δεν φοβάται τον καιρό.   Το πλήθος άρχισε να σπρώχνεται, μήπως και μείνει έξω  με τις βαλίτσες στο χέρι. Γλίστρησα  κι εγώ ανάμεσά τους   και όπως ήμουν ευκίνητη χωρίς αποσκευές, βολεύτηκα σε μια προνομιούχα θέση με θέα κοντά στο παράθυρο. Αλλά, - σφάλμα μεγάλο – βγήκα για λίγο στο κατάστρωμα να χαζέψω την αναχώρηση του πλοίου κι όταν επέστρεψα , βρήκα στη θέση μου δυο μεσήλικες παχουλές κυρίες, να έχουν στρογγυλοκαθήσει και να τρώνε αναισθήτως από τα τάπερ τους  φέτες από πεπόνια ,καρπούζια και άλλα φρούτα. Φυσικά, έφυγα τρέχοντας από κει αμέσως. Κι όχι ότι κατάφερα να ησυχάσω στη νέα μου θέση . Ένα  στρίγγλικο απέναντι ξελαρυγγιάστηκε να τσιρίζει και να απαιτεί. Μάταια ο πατέρας του προσπαθούσε  να το ηρεμήσει. Μόλις όμως το εναπόθεσε στα χέρια της μανούλας του , ώ του θαύματος, το χρυσό  μου σταμάτησε αμέσως. Κάποτε πρέπει και οι πατεράδες να ασχολούνται με τα παιδάκια τους. Κι όχι μόνο στις διακοπές. Για να τους γνωρίζουν.

Ο θείος Χρόνης ήταν ένας καλοκάγαθος επαρχιώτης ,που γεννήθηκε κι έζησε όλα του τα χρόνια  σ’ αυτή τη γωνιά της γης και μόνο αραιά και που, όταν ήθελε γιατρό, επισκεπτόταν  την Αθήνα. Τι λέω , είχε πάει και μέχρι το Ηράκλειο της Κρήτης, τη δεκαετία του εξήντα ,τότε που  υπηρετούσε στο ναυτικό. Τον θυμάμαι τα  καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων  στο χωριό , στο σπίτι των παππούδων, να ανεβαίνει στο άλογο , και να τραβάει για το κτήμα του μια ώρα δρόμο, ξένοιαστος καβαλάρης. Εκεί στην ερημιά και την απόλυτη ησυχία , περνούσε τη μέρα του , με τα γελάδια του, τα κατσίκια του  και τις αγροτικές δουλειές, κι όταν άρχιζε να σουρουπώνει , επέστρεφε στο χωριό περήφανος αναβάτης, καβάλα στο άλογο. Ήταν σκληρή η αγροτική ζωή τότε, χωρίς τα μέσα που έχουμε σήμερα, χωρίς τρακτέρ και φορτηγά και τη δουλειά την έκαναν με τα χέρια και με βοηθούς τα καημένα τα   ζώα τους.. Όλη τη μέρα δούλευαν στα χωράφια μαζί με τους εργάτες , με λιοπύρι ή παγωνιά και για φαγητό είχαν  καμιά φασολάδα ή μακαρονάδα, λίγο τυρί, ρέγκα,  στουμπιστό κρεμμύδι και κρασάκι. Έτσι ήταν μαθημένοι τότε οι άνθρωποι και δεν είχαν απαιτήσεις. Διασκέδαση ήταν μόνο τα πανηγύρια ,οι γάμοι , άντε και κάνα σινεμά  το καλοκαίρι,  στον  θερινό κινηματογράφο..  Τα βράδια, ύπνος από νωρίς, γιατί αξημέρωτα   έμπαιναν πάλι στο μαγγανοπήγαδο

.Κι όταν έφταναν σε ηλικία γάμου , κάποιος συγγενής ή γείτονας έκανε τα προξενιά. Δεν  τον πολυερωτούσαν  τον υποψήφιο, προείχε το συμφέρον της οικογένειας, το οικονομικό, η προίκα, η περιουσία. Στην «πρόβα », φαινόταν αν το ζευγάρι θα δέσει. Εκεί γινόντουσαν και δράματα. Η υποψήφια νύφη στο μέσα δωμάτιο να τρώει ξύλο απ τη μάνα της αν αντιδρά, ή ο γαμπρός να πιέζεται συναισθηματικά, ιδίως αν ήθελε κάποια άλλη κοπέλα, που δεν ενέκριναν οι γονείς γιατί ήταν φτωχή. Συνέβη σε μια  θεία  μου που είχε αγαπήσει ένα όμορφο παλικάρι, που όμως  ήταν φτωχός και .. κομμουνιστής . Δεν τον ήθελαν  φυσικά οι δικοί της και της έδωσαν με το ζόρι έναν πλούσιο, κοντούλη και ασχημούλη, που την περνούσε δεκαπέντε χρόνια . Επιχείρησε μια φορά να τον κάψει με αναμμένα κάρβουνα και τότε εκείνος προσπάθησε να την κλείσει στο τρελλάδικο για ν’ απαλλαγεί. Δεν το κατάφερε όμως γιατί έπεσε όλο το χωριό να τον φάει και πέρασε η οικογένειά του δυστυχισμένα τα επόμενα χρόνια.

Τον θείο Χρόνη, όταν αποκαταστάθηκαν πρώτα οι αδερφές του , τον πάντρεψαν με μια μελαχρινή , δυναμική, ψηλή, νταρντανογυναίκα, απ’ το χωριό ,που έτσι που ήταν άβγαλτος , του φαινόταν θεά. Έβρεχε καταρράκτες τη μέρα του γάμου, όπως και τώρα  που ο θείος  μας αποχαιρετά. Όμως αυτός ήταν ευτυχισμένος με τη θεά του και για έναν ακόμα λόγο. Θα έφευγε επιτέλους μακριά από την τυραννία της αυταρχικής και πολύ χειριστικής μάνας του ( και μέγαιρας γιαγιάς μου ) και θα γινόταν αυτεξούσιος. Με δικό του πορτοφόλι , σπίτι, ( της προίκας) και το κτήμα που του έδωσε σαν δώρο γάμου ο γλυκύτατος παππούς του και προπάππους μου. (Ναι τον πρόλαβα κι αυτόν! ) .Έκανε οικογένεια και παιδιά ο θείος Χρόνης κι έζησε  ως τώρα ,πολλά χρόνια!. Βέβαια τους βλέπαμε σπάνια ,γιατί αυτό το σόι είχε γίνει μαλλιοκούβαρα. Η κυριότερη αιτία ήταν η γιαγιά μέγαιρα, που αφού τους απομάκρυνε όλους , κράτησε κοντά της μόνο τη μικρότερη κόρη της , που ήταν η αγαπημένη της και της άφησε και μια τεράστια περιουσία. Ούτε που νοιάστηκε, για μας , όλους τους άλλους ,τα  άλλα  παιδιά κι εγγόνια της . Ήταν τόσο συμφεροντολόγα και τόσο εαυτούλης η γιαγιά! Την ενδιέφερε μόνον να περάσει καλά γεράματα , όπως και πέρασε, ως τα ενενήντα επτά της που έφυγε. Η πικρία του σογιού για τη γιαγιά όμως , λειτούργησε σαν  αδιαφορία όλων προς όλους .Βλεπόμαστε σπανιότατα μεταξύ μας, σε πολύ ευχάριστα ή πολύ δυσάρεστα γεγονότα.

Στο σπίτι του θείου, ένα παλιό πεντακάθαρο πετρόκτιστο με κήπο, κότες και ζαρζαβατικά,  ήταν μαζεμένος κόσμος πολύς. Οι γείτονες ήταν αληθινά συντετριμμένοι, γιατί μαζί με αυτούς ζούσε. Εμείς οι συγγενείς, αμίλητοι και αμήχανοι,  καθίσαμε   στο κέντρο του σαλονιού ως είθισται και προσποιούμαστε τους λυπημένους, ενώ εδώ και καιρό είχαμε χάσει το νήμα που μας έδενε με την ευρύτερη οικογένεια. Προσπάθησα να είμαι πολιτισμένη ,για να μην με σχολιάζουν . Περιφερόμουν μέσα στο σπίτι που πρώτη φορά βρέθηκα και κοντοστάθηκα στο κρεβάτι που πριν λίγες ώρες άφησε την τελευταία του πνοή. ( Ευτυχώς τον είχαν πάρει). Άφησα εκεί τα λουλούδια μου και ασυναίσθητα έκανα το σταυρό μου.  Ο ξάδερφός μου που έχουμε συναντηθεί ελάχιστες φορές τα τελευταία χρόνια, ήταν  προθυμότατος να με εξυπηρετήσει και μου ράγισε την καρδιά .Μέχρι και μπροστά στην πόρτα της τουαλέτας στάθηκε κέρβερος, για να μην μπει κανένας και μ’ ενοχλήσει. Μου έδειξε το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες , στάθηκα  στις παλιές και τις φωτογράφισα  με το κινητό μου. Μόνο αυτές μου λένε κάτι.

Στην εκκλησία ,το θέατρο  του παραλόγου συνεχίστηκε. Η τυχερή θεία της κληρονομιάς , η αιτία της διχόνοιας , πήρε τη θέση της ανάμεσα στους πολύ στενούς συγγενείς, αφού ήταν αδερφή του. Κι ας μισιούνταν τα αδέρφια. Την είδα να βγάζει από την τσάντα ένα χαρτομάντιλο και να σκουπίζει τα δάκρυά της. Μάλλον θυμήθηκε  τον μακαρίτη τον άνδρα της, σκέφτηκα. Εντάξει, έχει δεχθεί τα πυρά όλων στο σόι , αλλά η γιαγιά δράκος ήταν ο ρυθμιστής  και ο μάνατζερ. Για να είμαστε δίκαιοι.
 Αυτό όμως που θα μου μείνει αξέχαστο από τη δύσκολη μέρα και που μου φέρνει και τώρα δάκρυα στα μάτια ,δεν ήταν η στιγμή που μπήκε το φέρετρο στο χώμα, ούτε η οδύνη της χήρας, ούτε η στενοχώρια των παιδιών του κι όσων των αγαπούσαν. Γιατί όλοι παρηγοριούνται με τον καιρό κι έρχονται κι άλλες, χαρούμενες μέρες. Η τελευταία του επιθυμία με συγκλόνισε . Είχε κάνει το κουμάντο του ,να  μας προσφέρει σε όλους την ψαρόσουπα της παρηγοριάς, στην ψαροταβέρνα που απ’ έξω, δίπλα  στο δρομάκι , έδενε για χρόνια το άλογο κι αργότερα το γαϊδουράκι του .

Ο θείος ήταν ο πιο πολυφωτογραφημένος  παππούς της Εύβοιας. Που ως το τέλος είχε σαν μεταφορικό μέσο το πιστό του ζώο και μετακινιόταν με αυτό, γραφική φιγούρα ανάμεσα στα αυτοκίνητα.  Ο τελευταίος ,των τελευταίων που εκσυγχρονίστηκε.. Που έμεινε προσκολλημένος με επιμονή στον παλιό τρόπο ζωής, όσο τον βαστούσαν τα πόδια του, , χωρίς να πτοείται από τα πειράγματα και τις φωτογραφήσεις. Και που ήθελε αυτό  να το μοιραστεί μαζί μας, να τον αποχαιρετήσουμε εκεί,  σε εκείνο το μέρος που τόσο πολύ αγαπούσε. Αυτή ήταν  η επιθυμία του και έτσι η μάζωξη των συγγενών  απέκτησε νόημα ,  μας μαλάκωσε και μας έφερε πιο κοντά , σαν συγκολλητική ουσία και ξεχάσαμε τις περιουσίες και τις μοιρασιές .
Καλό ταξίδι μπάρμπα Χρόνη. Τα χρόνια σου να πάρουμε.    


Τρίτη, Ιουλίου 25, 2017

Σάββατο, Απριλίου 22, 2017

ΧΡΟΝΙΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για φωτογραφιες καλλιτεχνικες



     Στο προαύλιο της εκκλησίας του νεκροταφείου ήταν μαζεμένος κόσμος πολύς. Ένα μαυροντυμένο  πλήθος, παραφωνία μες το γελαστό Απριλιάτικο μεσημέρι , που ήρθε να αποχαιρετήσει τον νεκρό. Τον εξηντάχρονο επιτυχημένο μεγαλοστέλεχος γνωστής πολυεθνικής, που έφυγε  ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, ταράζοντας όλους για το απρόσμενο του θανάτου. Η Άννα πλησίασε με το άσπρο της  σμαρτάκι, σταμάτησε απέναντι στην άκρη του δρόμου για λίγο διστακτικά κι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να μπεί μέσα κι αν θα την αναγνώριζαν οι παλιοί της συνεργάτες ,  μετά από τριάντα χρόνια που είχε φύγει από την εταιρεία. Τι κοινό μπορεί πιά να έχει μ’ όλους αυτούς, που μάλιστα είχαν κάτι φοβιστικό κι απειλητικό , μες στα σκούρα τους ρούχα! Τελικά, επικράτησε η λογική . Θα μπεί αφού ήρθε ως εδώ, άλλωστε είχε και την περιέργεια να μάθει πως τα πήγαν στις ζωές τους. Τον άνθρωπο που έφυγε, παλιό της φίλο, τον έβλεπε κάπου κάπου επαγγελματικά, τον είχε μάλιστα συναντήσει τελευταία σε κάποιο συνέδριο. Αφού στρίμωξε το μικρό της αυτοκίνητο σε μιά θέση που δεν χωρούσαν τα άλλα, άρχισε χωρίς να βιάζεται να βαδίζει πρός το νεκροταφείο. Δεν τη βοηθούσαν οι ψηλοτάκουνες γόβες, αν και τόσα χρόνια είχε πιά συνηθίσει τη στολή εργασίας ,τα κομψά κοστούμια και τα ψηλά τακούνια. . Προσπάθησε να κυριαρχήσει στα συναισθήματά της.

    Ήταν νεαρό κορίτσι με πτυχία και μεταπτυχιακά όταν ξεκίνησε την καριέρα της στην εταιρεία που εργαζόταν κι ο μακαρίτης . Στον ανδροκρατούμενο τότε χώρο της τεχνολογίας που βρέθηκε, ήταν το αστέρι τους. Εργασιομανής και φιλόδοξη, πρώτη τα πρωινά έφτανε, αργά, σχεδόν τελευταία, τα βράδια αποχωρούσε. Γρήγορα άνοιξε τα φτερά της για άλλα πιο δύσκολα, εδώ και στο εξωτερικό. Για λίγο έμενε ικανοποιημένη με ότι έκανε. Όμως αναζητούσε διαρκώς την επόμενη επαγγελματική πρόκληση. Στο μεταξύ, από τα φοιτητικά τα χρόνια είχε κάνει και τον γάμο της με έναν ήσυχο τύπο,ερευνητή της Ιστορίας, που όπως ήταν κι αυτός χωμένος στις μελέτες του, δεν πολυπαρατηρούσε το πόσο αυτή έλειπε από το σπίτι.          
  Ξαφνικά, φωνές κι επιφωνήματα χαράς διέκοψαν τις σκέψεις της. Την αναγνώρισαν. Με το διακριτικά επιμελημένο της στυλ και την ψιλόλιγνη κορμοστασιά της, δεν μπορούσε   να περάσει απαρατήρητη. Έσφιξε δεκάδες χέρια, αγκάλιασε ανθρώπους που δεν της θύμιζαν τίποτα αλλά τους χαμογελούσε ευγενικά, προσπαθώντας να απαντήσει στις ερωτήσεις  τους, για τα εργασιακά και τα προσωπικά της. Της φαίνονταν όλοι πολύ μεγάλοι, με τις φαλακρίτσες και τα προκοιλάκια τους, οι περισσότεροι βέβαια συνταξιούχοι  αλλά νεάζοντες και καθόλου αποτραβηγμένοι  από τη ζωή. Κι έτσι όπως  είχαν παρασυρθεί από τις χαιρετούρες , σχεδόν ξέχασαν τον λόγο που βρίσκονταν  εκεί. Τον θυμήθηκαν βέβαια όταν είδαν το φέρετρο να βγαίνει από την πόρτα της εκκλησίας, ακολουθούμενο από το πλήθος των συγγενών και φίλων που το συνόδευαν προς την  ταφή.Τότε συνήλθαν κι  επανήλθαν στην πραγματικότητα. Η κουβέντα γύρισε στον θανόντα. Άρχισαν τα σχόλια.
    - Ο καημένος ο Ντίνος. Είναι άδικο. Νέος ήταν ακόμα. Και τόσο δραστήριος , άνθρωπος με όραμα και ιδέες.
    - Τον έφαγε η δουλειά.
    - Το παράκανε
    - Παραμέλησε την υγεία του.  Και το πλήρωσε.
    - Η χήρα του είναι πολύ νέα. Πόσο θα τον πενθήσει, σύντομα θα παρηγορηθεί.
Τα παιδιά του , από τον πρώτο του γάμο,ακολουθούσαν την πομπή σιωπηλά . Αυτά είχαν τον καιρό μπροστά τους. Η ζωή συνεχίζεται. Η Άννα χαμήλωσε το κεφάλι και ξαφνικά ένοιωσε απέραντη μοναξιά. Αυτό είναι λοιπόν. Τόσα, ατελείωτα χρόνια δουλειάς και ξαφνικά να φεύγεις μόνος. Γύρω σου η ζωή προχωράει.Αλλά εσύ δεν είσαι εκεί. Δεν θα είσαι ποτέ πια εκεί. Αυτό το ποτέ, της πάγωσε το αίμα. Ήθελε αμέσως ένα τσιγάρο. Αλλά δεν επιτρεπόταν. Μόνο εδώ δεν επιτρέπεται, σκέφτηκε. Εδώ που κυριαρχεί ο θάνατος.
    Στο κυλικείο πιο δίπλα, το σόου των κηδειών συνεχίστηκε. Μόνο οι στενοί συγγενείς, σιωπηλοί και αποτραβηγμένοι στις ειδικές θέσεις , έπιναν ήσυχα τον καφέ τους. Στην μεγάλη αίθουσα γινόταν πανηγύρι. Το πλήθος, πολύβουο και συνεχώς μετακινούμενο, συνέχιζε τις δημόσιες σχέσεις. Κάποιοι μάλιστα , ξεχνώντας εντελώς το γιατί ήταν εκεί, ξεφώνιζαν σχεδόν χαρούμενα κι αντάλλασσαν μεταξύ τους τηλέφωνα κι υποσχέσεις για επανασύνδεση και μελλοντικές συναντήσεις.
     - Να βρεθούμε βρε Άννα , να τα ξαναπούμε σύντομα κι όχι μετά από άλλα τριάντα χρόνια, άκουσε να της λένε
     - Βέβαια, βέβαια, τους διαβεβαίωνε ,εκείνη τη στιγμή σχεδόν το πίστευε.
    - Θα το οργανώσουμε εμείς, πετάχτηκαν δύο εύσωμες μεγαλοπιασμένες, μεσήλικες κυρίες,αλλά τα χαμόγελά τους φαίνονταν σαν αστείοι μορφασμοί από τα μπότοξ.
   Η Άννα τους παρατηρούσε λυπημένη. Τι κοινό πια έχει με αυτούς όλους... Στη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν, δεν έζησε τις χαρές και τις λύπες τους, τα οικογενειακά τους, ούτε καν τα εργασιακά τους. Της έδειχναν με καμάρι τις φωτογραφίες των παιδιών και των εγγονιών μέσα από τα κινητά, αλλά εκείνη δεν είχε ανάλογες να τους δείξει , αφού με τη δουλειά δεν βρήκε τον καιρό να κάνει δικά της παιδιά.  Είχαν μόνο να θυμούνται  εκείνα τα αξέχαστα  νεανικά τους χρόνια , τις εκδρομές και τις πλάκες τους, όλα, ακόμα και τα πιο δύσκολα της δουλειάς ωραιοποιημένα από την πατίνα του χρόνου κι ανεξίτηλα αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο του μυαλού. Είναι αυτό το τρελό της ανθρώπινης φύσης που ότι κι αν γίνει τα παλιά δεν τα ξεχνά.    
      Χαιρέτησε τυπικά τη χήρα, μα μπροστά στα παιδιά του κοντοστάθηκε. Ο  γιός ήταν τόσο ίδιος με τον πατέρα του όταν ήταν στην ηλικία του και του το είπε συγκινημένη.
   -Πηγαίναμε  τότε,  τρελά παιδιά για ελεύθερο κάμπινγκ και ψάρεμα σε  απομακρυσμένες παραλίες. Εσείς, δεν είχατε ακόμα γεννηθεί. Την κοιτούσαν με απορία.
    Ναι βέβαια. Ο πατέρας υπήρξε και νεαρός. Κι έκανε και τρέλες. Μαζί με αυτήν εδώ την κυρία θα σκέφτονταν. Η Άννα έριξε το βλέμμα στη φωτογραφία που ήταν για την περίσταση δίπλα στο τραπεζάκι. Ο σοβαρός κύριος που την κοιτούσε από κει της ήταν άγνωστος. Ο γιός του όμως της ήταν οικείος . Τον αγκάλιασε με απέραντη  θλίψη. Δεν πεθαίνεις όταν έχεις παιδιά σκέφτηκε μελαγχολικά.
    Και τα χρόνια έχουν πετάξει, χρόνια χελιδόνια ..... Κι η εγώ  η άμυαλη τ’ άφησα να φύγουν ζώντας φυλακισμένη ανάμεσα στους τοίχους πολυτελών γραφείων, δίπλα σε απρόσωπους ανταγωνιστικούς  συνεργάτες , που αγχωμένοι μιλούσαν συνεχώς στα τηλέφωνα και πατούσαν διαρκώς πλήκτρα, τακτοποιώντας λογαριασμούς και απαντώντας σε μέιλ.  Δεν έχω κάνει τίποτα  για μένα της ήρθε να φωνάξει, και ξαφνικά θυμήθηκε τον άντρα της. Της ήρθε στο νου η εικόνα του όπως τον πρωτογνώρισε.  Κι ένοιωσε μεγάλη επιθυμία να τον δεί αυτή τη στιγμή. Πόσο τον είχε παραμελήσει τελευταία με τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις!
  - Λοιπόν  θα σταματήσω τη δουλειά. Αρκετά ως εδώ. Φτάνει. Ανακοίνωσε δυνατά κι όλοι απόρησαν και σταμάτησαν την κουβέντα .
    -  Η Άννα κάνει σοβαρές δηλώσεις, την κορόιδεψαν. Αύριο , θα σου έχει περάσει . Μετά από έναν καλό ύπνο!
    - Είσαι εκείνο το είδος γυναίκας που κανένας άντρας δεν θέλει να έχει για σύντροφο, άκουσε. Αλλά δεν την ένοιαζε . Τους αποχαιρέτησε βιαστικά και βγήκε στο δρόμο.
     - Θα ξαναπάμε για κάμπινγκ. Θα ξαναζήσουμε ηλιοβασιλέματα, παραλίες, τσιπουράκια παρέες και χαρές. Είπε δυνατά στον εαυτό της σαν να ήταν τρίτος. Θα είμαστε εκεί, γιατί τα χελιδόνια θα γυρίσουν πίσω. Και πρέπει να μας βρουν ζωντανούς