Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2016

ΤΑ ΤΡΙΑ "Σ"

      


Τους είχε χάσει από χρόνια. Από τότε που εκείνοι ανέβαιναν  κοινωνικά, ενώ εκείνος ξέπεφτε. Ήταν οι φίλοι του από το Δημοτικό σχολείο.  Μαζί μεγάλωναν , γειτονόπουλα στην Κυψέλη , αρχές  της  δεκαετίας  του 70.  Έτρεχαν στις αλάνες, αναψοκοκκινισμένα  πιτσιρίκια,  με κοντά  παντελονάκια και ξεχαρβαλωμένα παπούτσια. Κουτρουβαλούσαν στην οδό Κερκύρας  κυνηγώντας μια κατασκονισμένη μπάλα , έσπαζαν  κεφάλια και γόνατα κι ύστερα "τις τρώγανε "  στο σπίτι από τις μανάδες.  Αργότερα, μαζί  έκαναν   τις " κοπάνες"  απ' το σχολείο , το "Γυμνάσιον Αρρένων" της οδού Κυψέλης . Συνεννοούνταν  με τα μάτια την ώρα του μαθήματος.
-Την κάνουμε;
-Την κάνουμε.
     Κι έτσι αντί για το βαρετό μάθημα, τόσκαγαν  για μπάλα κι αργότερα, μαντράχαλοι πια της έκτης ,  βρισκόντουσαν στο στέκι τους το " Σελέκτ" στην οδό  Επτανήσου, που είχε το πιο λαχταριστό παγωτό Σικάγο στον κόσμο. Αν ήταν απογευματινοί , πήγαιναν  σινεμαδάκι στο "Κολοσσαίον" για κανένα αστυνομικό ή θρίλερ.
Η βασική παρέα ήταν τα τρία "Σ".  Σπύρος, Σωτήρης, Στάθης.  Κι από κοντά  κόλλαγαν κι άλλοι , ευκαιριακά. Το μπουλούκι, κατηφόριζε τη Φωκίωνος Νέγρη,  χοροπηδώντας με τρικλοποδιές και πειράγματα.
       Έτσι κυλούσαν  τα  χρόνια του εξατάξιου Γυμνασίου , πότε κατάφερναν και περνούσαν όλα τα μαθήματα τον Ιούνιο  και  πότε πήγαιναν για επανεξέταση τον Σεπτέμβρη  για να γίνουν  τα καλοκαίρια  τους  αφόρητα. Πώς να συγκεντρωθείς να διαβάσεις στο στενό σου δωμάτιο ενώ οι συμμαθητές  σου είχαν διακοπές, με τη ζέστη να σου θολώνει το μυαλό, τους γονείς να γκρινιάζουν κι όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς να έχουν συνωμοτήσει με τις αγριοφωνάρες τους να σε τιμωρήσουν, που όλο το χειμώνα τεμπέλιαζες. Κι όταν ερχόταν η ώρα της εξέτασης, ήσουν λιγότερο έτοιμος απ’ τον Ιούνιο κι ευτυχώς που  οι καθηγητές έδειχναν κατανόηση1
       Μετά το απολυτήριο η παρέα δεν διαλύθηκε. Χαλαροί και ρέμπελοι καθώς ήταν, δεν βιάζονταν για επαγγελματική αποκατάσταση. Τα δίκυκλα  και τα μπιλιάρδα είχαν πιο μεγάλο  ενδιαφέρον. Ευτυχώς το  χαρτζιλίκι  τους το εξασφάλιζαν εύκολα. Τότε ακόμα υπήρχαν δουλειές στις καφετέριες, τις βιοτεχνίες  και τα μαγαζιά  της περιοχής. Τα μεσημέρια περνούσαν με θόρυβο  μπροστά από των «θηλέων» κάνοντας φιγούρα   Στρίγκλιζαν τα φρένα, μαρσάριζαν οι μηχανές ,διαμαρτυρόντουσαν οι γείτονες στις στριμωγμένες πολυκατοικίες. Κρυφογελούσαν τα κορίτσια. Στα Σαββατιάτικα πάρτυ , χορεύοντας σφιχταγκαλιασμένα μπλουζ  εκδηλωνόντουσαν οι προτιμήσεις , που μετά γίνονταν τρυφεροί  έρωτες. Η αθωότητα της εποχής δεν επέτρεπε πολλά  πολλά. Οι πιο βιαστικοί διάλεγαν τις "εύκολες" γιατί τα καθώς πρέπει κορίτσια, μετά από  ένα φιλί ήθελαν σοβαρό  δεσμό  και δεν ήταν να μπλέξεις από τόσο νωρίς!
         «Άλλαι όμως αι βουλαί του Κυρίου», γιατί έπεσαν πάνω στις τρεις  συμμαθήτριες . Ο Σπύρος "κόλλησε" με τη Λίνα, μια εντυπωσιακή μελαχροινή  , φοιτήτρια της Νομικής , που ήταν "κορίτσι από σπίτι " με πατέρα εργολάβο  οικοδομών  και πολλά λεφτά ,τη  χρυσή  αυτή εποχή της αντιπαροχής . Ο  Στάθης  αγάπησε τη Βασούλα   της φιλοσοφικής, ένα γλυκό κορίτσι χαμηλών τόνων που τον κοίταζε στα μάτια .Τέλος , ο Σωτήρης, ο πιο ρέμπελος από τους τρεις, δέθηκε στο άρμα της  Μαρίας, που ήταν δυναμική και φιλόδοξη .Σπούδαζε στην Ανωτάτη Βιομηχανική  Πειραιά , που όπως και η Ανωτάτη Εμπορική στην Πατησίων,  ήταν τότε ανεξάρτητες σχολές και δεν ανήκαν στο Πανεπιστήμιο .  Οι καημένες οι κοπελίτσες  προσπαθούσαν  να  συμμαζέψουν τα ζωηρά αγόρια!  Ήταν ερωτευμένες  κι αποφασισμένες , γιατί ήταν ομορφόπαιδα   τα τρία παλικάρια. Έτσι σπρωγμένοι από εκείνες και με την πίεση και  των γονιών, πήραν επιτέλους σοβαρές αποφάσεις για το μέλλον τους. .
           Ο Σπύρος που έπιανε το χέρι του, γράφτηκε για σχεδιαστής στην Άκτο , ο Στάθης στη σχολή λογιστικής   Didacta κι  ο Σωτήρης στις σχολές Ωμέγα για μηχανικός αεροπλάνων, που ήταν τότε της μόδας λόγω της Ολυμπιακής  αεροπορίας.  Η παρέα των τριών , τώρα έγινε παρέα των έξι και η διασκέδαση συνεχίστηκε. Κλαμπάκια, ξενύχτια, χορός  στο  “On the Rocks”   της  Βάρκιζας , διακοπές σε ελεύθερο κάμπινκ. Ολα επιτρέπονται  στα νιάτα. Κι  όταν έφτασε  η ώρα η κακή για τ' αγόρια  να πάνε στο   στρατό,  ήρθαν  τα  δάκρυα ,οι  αποχωρισμοί , οι όρκοι,  και τα κορίτσια μπήκαν  στον αστερισμό  των στρατοπέδων. Που τις έχανες , που τις έβρισκες ,στους σταθμούς για  ταξίδια με τραίνα , πλοία , λεωφορεία, έφταναν μέχρι τα σύνορα για να συναντήσουν τ’ αγόρια.  Οι φαντάροι χρειάζονται ενθάρρυνση και δύο χρόνια υποχρεωτικής αγγαρείας  είναι πολλά. Πολλά, αλλά ευτυχώς που κάποτε   τα βάσανα τελειώνουν , για   τα διηγούνται  αργότερα στις παρέες , πότε σαν σπουδαία κατορθώματα  και πότε σαν φαρσοκωμωδίες.
       Κι ύστερα από το στρατό, ήρθε η ώρα  ....- ποιος  να το φανταζόταν -  να μπουν  τα παλιόπαιδα τ' ατίθασα, στην  τακτοποιημένη  μικροαστική καθημερινότητα με  παπά  και με κουμπάρο, πριν κλείσουν τα εικοσιεπτά!
        Ο Σπύρος με τη βοήθεια του πεθερού, προσγειώθηκε σε δικό του πολυτελές "ατελιέ"  στο Κολωνάκι να κάνει τον σχεδιαστή ρούχων. Και  λίγο η στήριξη της υψηλής κοινωνίας που του άνοιξε τα σαλόνια της, λίγο  η καλή του τύχη , άνθιζε και πλούτιζε μέσα στον απατηλό και φανταχτερό κόσμο της μόδας και των μόδιστρων.
       Ο Σωτηράκης, αφού δεν μπόρεσε να αποκτήσει το προσωπικό του αεροπλάνο, αρκέστηκε στο δωδεκάμετρο σκάφος του , που το άραζε στη μαρίνα της Γλυφάδας και που όταν το επέτρεπε ο καιρός , μαζί με τους καλεσμένους του αρμένιζε στο Αιγαίο. Οι δουλειές της εταιρίας  «ηλεκτρικός εξοπλισμός –Εισαγωγαί  Εξαγωγαί  »  που δημιούργησαν  με τη Μαρία, πήγαιναν πρίμα. Βέβαια είχε βοηθήσει κι ο μπαμπάκας. Μοναχοπαίδι και χαϊδεμένη  την είχε. Και πώς να μην πάνε καλά οι δουλειές όταν πια οι ηλεκτρικές συσκευές, έφταναν και στο πλέον
 απομακρυσμένο χωριό!
            Το τρίτο «Σ» ο Στάθης, ακολούθησε τη Βάσω της Φιλοσοφικής  στα Γιάννενα, όπου  αυτή διορίστηκε καθηγήτρια. Ξέχασε τα λογιστικά του και καταπιάστηκε με κτηνοτροφικά και τυροκομικά προϊόντα . Αλλά δεν είχε γνώση του αντικειμένου σαν παιδί της πόλης που ήταν και πήγε να το παίξει επιχειρηματίας, αναθέτοντας τη δουλειά  στα τσακάλια τους ντόπιους,  που όμως τον κορόιδευαν και τον έκλεβαν. Στο τέλος κάθε χρονιάς , όταν έκανε τη σούμα κι αφού είχε πρώτα καλύψει τις υποχρεώσεις του, γιατί ήταν κι έντιμος , με λύπη διαπίστωνε , ότι μόνο κάτι λίγα είχαν περισσέψει γι αυτόν και την οικογένειά του. Άργησε πολύ να προσαρμοστεί  στη νοοτροπία της κλειστής επαρχιώτικης κοινωνίας. Στην αρχή νοσταλγούσε  την αγαπημένη του Κυψέλη και γι αυτό φρόντιζε να επιστρέφει σ’ αυτήν  συχνά ,  αλλά αργότερα  όσο την έβλεπε να αλλάζει και να παρακμάζει , αραίωσε τις επισκέψεις του και τα τελευταία χρόνια  τις διέκοψε εντελώς. Έτσι βούλιαξε στην επαρχία, και σιγά σιγά συνήθισε τα κουτσομπολιά, την επιδειξιομανία και τη μονοτονία της.
-Ήθελα νάξερα τι σκέφτεσαι πάλι και  αφαιρέθηκες , τον  σκούντηξε τρυφερά  η κόρη του η Ελένη . Σε παρακαλώ, πρόσεξε το μωρό γιατί έχω γραπτά να διορθώσω κι έσπρωξε στο πλάι του το καροτσάκι με τον εγγονό του.
-Όλο γκρίνια και μουρμούρα είναι, σαν τη μακαρίτισσα τη μάνα της , μονολόγησε  ο Στάθης κι έψαξε για το τηλεκοντρόλ . Για να μη βλέπει στο μεσημεριανάδικο , τον παλιό του φίλο τον Σπύρο , να χαριεντίζεται με την παρουσιάστρια. Είχε καιρό να τον δει στην τηλεόραση . Εγωκεντρικός,  σνομπ, κοσμοπολίτης, με τα εκκεντρικά του  ρούχα , τη μακριά αλογοουρά και το ηλιοκαμένο χρώμα μες τον χειμώνα , φλυαρούσε  ακατάπαυστα με ενδιάμεσα αυτάρεσκα γελάκια. Το θέμα ήταν η Ανοιξιάτικη κολεξιόν του, που ήδη είχε παρουσιάσει σε Λονδίνο, Μιλάνο και Ν. Υόρκη και να επιτέλους , ήρθε η ώρα να τη δει και η πατρίδα. Η πατρίδα που έχει « κρίση», αλλά αυτό δεν αφορά τις φαντασμένες χαζοχαρούμενες συζύγους ή προστατευόμενες  ευκατάστατων κυρίων  που βγάζουν εύκολα λεφτά  με νόμιμο ή και λιγότερο νόμιμο τρόπο . «Του τηλεφωνούν  οι επώνυμες και  ανυπομονούν να εντυπωσιάσουν τις φίλες τους» συμπληρώνει με χάρη  και η ξανθιά δίμετρη μοντέλα που έχει φέρει μαζί του στην εκπομπή. Τον κοιτάζει συνέχεια στα μάτια ναζιάρα κι ετοιμοπόλεμη.
Λες να πάει και για τρίτο γάμο;  Αναρωτήθηκε  ο Στάθης κι έκλεισε την τηλεόραση. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μία  ακόμα χειμωνιάτικη μέρα τέλειωνε νωρίς κι ο ήλιος βιαζόταν να κρυφτεί.
Μέχρι κι αυτός με αποφεύγει , αναστέναξε λυπημένα. . Δυό περιστέρια που κάθονταν στο περβάζι άνοιξαν τα φτεράκια τους ξένοιαστα κι έφυγαν μακριά.