. "Χέρι με χέρι έφτασε και στα δικά μου χέρια" όλο αυτό το υλικό Γράμματα, κάρτες, φωτογραφίες, κιτρινισμένα και μισοσκισμένα αποκόμματα από παλιές εφημερίδες που ο παραλήπτης τους είχε προσεχτικά κρατήσει .Αναφέρονται στην περίοδο από το 1920 ως τις μέρες μας. Κι εγώ σαν καλός απόγονος πρέπει να τα ταξινομήσω και να τα διαφυλάξω. Είναι αυτές οι "ασήμαντες" ζωές των καθημερινών ανθρώπων , που κανένα δελτίο ειδήσεων δεν θα ασχοληθεί μαζί τους και μόνο αν δεν τους ξεχάσουμε εμείς οι δικοί τους, θα συνεχίσουν να υπάρχουν μετά τη βιολογική τους απουσία. .
Τα χέρια μου ξεφυλλίζουν τα χαρτιά με ανυπομονησία, τα μάτια μου θαμπώνουν από τη συγκίνηση. Γενιές και γενιές περνούν από μπροστά μου, σαν κινηματογραφική ταινία. . Πίσω από τις παλιές φωτογραφίες κρύβονται αγάπες, κρυφές και φανερές, έριδες οικογενειακές , αξεπέραστα πάθη και μίση ,μυστικά ανθρώπων που ήταν τόσο ίδιοι αλλά και τόσο διαφορετικοί από μας. Αγάπησαν , πόνεσαν, δούλεψαν, ονειρεύτηκαν, μάλωσαν, έκλαψαν , γέλασαν, διασκέδασαν ΕΖΗΣΑΝ . Είδαν πολέμους, αρρώστιες, πείνα, μετανάστευση, ευημερία, θανάτους , αλλά και καινούρια μωρά που έφερναν πάλι την ελπίδα.Τα ονόματά τους ήταν μιας άλλης εποχής. Γιαννακός, Πάϊκος, Καλλίτσα, Μήτσος, Παναγιούλα, Γιαννούλα, Λέλα, Γιωργής, Κούλα.
Βρήκα μισθωτήρια συμφωνητικά, με μισθώματα πληθωρικά κατοχικά χρήματα με πολλά μηδενικά, ένα " πρωτόκολλο πλειοδοτικής δημοπρασίας του 1941 , έμπροσθεν του καφενείου του Παναγή Κωνσταντόπουλου , υπό του εκκλησιαστικού συμβουλίου του εν Δίβριτσα Ιερού ναού Αγίου Νικολάου " , ένα εκχωρητικό έγγραφο παραίτησης από κληρονομικά δικαιώματα που συνετάγη " εν Δες Μόϊνες ( Des Moines )" της πολιτείας Iowa των ΗΠΑ. Βρήκα φλογερά γράμματα αγάπης, αλλά και άλλα παραπονεμένα, ανήσυχα, ανυπόμονα, απαιτητικά, γράμματα που ανακοίνωναν γάμους, γεννήσεις, αναχωρήσεις, αφίξεις , αρρώστιες, θανάτους. Γράμματα που παρηγορούσαν, εκλιπαρούσαν συγγνώμη, περιέγραφαν βαθιά αισθήματα αιώνιας αφοσίωσης, ,ρύθμιζαν συναντήσεις και δουλειές. Ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας, πιο λυρικός και συναισθηματικός, τότε που δεν υπήρχαν κινητά και οι τηλεφωνικές κλήσεις κόστιζαν ακριβά.
Τις φωτογραφίες τις χώρισα στα δυο. Από τη μία εκείνες των ξενιτεμένων στην Αμερική αδερφών κι από την άλλη τις εγχώριες .Στις πρώτες έβλεπες χαρούμενα, λαμπερά πρόσωπα , μαζί με τα ροδομάγουλα καλοντυμένα παιδιά τους και τα μαλλιά στολισμένα με φιόγκους, στα σπίτια τους, στις εξοχές τους , στις γιορτές τους , που σου φώναζαν πόσο επιτυχημένοι είναι στη γη της επαγγελίας. Στις δεύτερες έβλεπες όλη την μιζέρια και τη φτώχεια της μεταπολεμικής Ελλάδας. Βασανισμένες, κακογερασμένες γυναίκες με τα μωρά τους αγκαλιά και κανα δυο αδύνατα κουτσούβελα τριγύρω , άντρες με την αγωνία της επιβίωσης στα μάτια, , χωματόδρομους γεμάτους λασπόνερα , χαμόσπιτα κι αυλές μέσα στ' ανήλιαγα σοκάκια.
Είναι τόσο άδικο που χωρίστηκαν τα αδέρφια, με αποτέλεσμα τα παιδιά τους να μιλούν διαφορετικές γλώσσες στις δυο πατρίδες!.
Διαβάζω , τι λέω , καταβροχθίζω τα γράμματα και τα ταξινομώ, φτιάχνοντας αρχεία. Σημειώνω πίσω από κάθε φωτογραφία, ποιος είναι ποιος Εικόνες άλλων εποχών περνούν μπροστά στα μάτια μου κι η φαντασία μου συμπληρώνει ότι δεν βλέπει. Πρέπει να τους διασώσω από τη λήθη, να τους προσφέρω ένα είδος αθανασίας. Γιατί αλλιώς δεν θα τους ξέρει κανείς από τις επόμενες γενιές , θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. . Κι όμως είχαν γεμάτες, δημιουργικές ζωές, κι εγώ ο απόγονος , είμαι εδώ , μάρτυρας αδιάψευστος. Τους συμπονώ γιατί δεν θα μάθουν ποτέ τι έχει συμβεί αφότου έφυγαν, , έχουν χάσει την συνέχεια. .Γίνονται πράγματα χωρίς αυτούς , δεν χάλασε δα κι ο κόσμος επειδή δεν είναι πια εδώ. .
Σηκώνομαι και τραβώ για την κουζίνα. Ανοίγω το ψυγείο κι αρπάζω ένα ζουμερό ροδάκινο. Αυτή η στιγμή είναι δική μου, σκέπτομαι και το δαγκώνω με ευχαρίστηση. Αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να μου την πάρει κανείς.