Έζησες όπως ήθελες. Χωρίς κανόνες, υποχρεώσεις, καθήκοντα. Μια ζωή όμως που απείχε πολύ από το να είναι συναρπαστική. Έλεγες πως δεν είχες τη δυνατότητα να την κάνεις καλύτερη. Νόμιζες πως δεν μπορούσες. Κι όμως στα παιδικά σου χρόνια είχες πάρει από τον πατέρα σου τόση αγάπη και υποστήριξη. Σε ξεχώριζε από τις κόρες του γιατί "είχες τ' όνομά του " όπως συνήθιζε να λέει. Είχε χάσει και το πεντάχρονο αδερφάκι σου στο μεταξύ κι εσύ ήσουν πια ο μοναχογιός! Από τη μάνα πήρες μόνο τα απαραίτητα. Εκείνη δεν έπαψε ποτέ να σε συγκρίνει με το άλλο αδικοχαμένο παιδάκι της που έλεγαν όλοι ότι ήταν χαρισματικό . Ήταν μια μικρή άβουλη,όχι ιδιαίτερα έξυπνη χωριατοπούλα , δίπλα σε έναν αυταρχικό σύζυγο που την περνούσε 23 χρόνια! Φορτώθηκε νωρίς νωρίς ,μεγάλη οικογένεια και υποχρεώσεις στην πρωτεύουσα χωρίς καμία βοήθεια .Δύσκολα τα κατάφερνε. , ελλιπής σε όλα της κι ο σύζυγος απαιτητικός, δύστροπος και συνήθως απών.
Από μικρός ήσουν ατίθασος κι ανυπάκουος. Άλλαξες πολλά σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά , πουθενά δε στέριωνες, έτρεχαν οι γονείς με δώρα να παρακαλούν τους δασκάλους σου για να περάσεις τις τάξεις. Στο τέλος κάθε χρονιάς, η οικογένεια ζούσε ένα δράμα μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα ! Δεν δεχόσουν περιορισμούς, ούτε συμβουλές κι όταν δεν σε άφηναν, τόσκαγες απ' τα παράθυρα, με ή χωρίς παπούτσια. Δεκαετία του '60 κι η γειτονιά μια αυλή, Φώναζαν οι γείτονες στη μάνα να σε μαζέψει , έτρεχε αυτή τρελλαμένη κι άλλα δυο κουτσούβελα ξοπίσω της. Ήταν ανθρώπινη τότε η εποχή στην Αθήνα , νοιάζονταν οι άνθρωποι για τον διπλανό τους!
Στην ενήλικη ζωή, είχες όση βοήθεια χρειαζόσουν. Αν και με λάθος τρόπο από τον πατέρα. Σε προετοίμαζε για διάδοχό του στη βιοτεχνία του , σε είχε γράψει και στο ταμείο εμπόρων από τα 18 σου. Για να πάρεις νωρίς σύνταξη! Εσύ έβγαζες σπυριά μ' όλα αυτά. Πουκαμισάς ; Κόφτης; Από τ' άγρια χαράματα στο μαγαζί; Ποτέ !!! Μια φορά πάνω σε έναν καυγά σας για το μέλλον σου, άρπαξε το μεγάλο ψαλίδι από τον πάγκο και το εκτόξευσε εναντίον σου. Ήταν θαύμα που δεν σε βρήκε στο ψαχνό και δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του για την απερισκεψία του να γίνει παρ ολίγον φονιάς.... Τι πήγε να κάνει πάνω στο θυμό του! Πως έχασε την ψυχραιμία του; Αυτός που τα 'βγαλε πέρα μόνος του απ' τα 12 του, που επέζησε από δύο πολέμους; Εσύ βαριόσουν να τ' ακούς αυτά. Ωχ! έλεγες. Θα αρχίσει πάλι:" Εγώ όταν απελύθην από στρατιώτης στον πόλεμο, δεν είχα που την κεφαλήν κλίναι"......και τον παρίστανες , σκάγαμε εμείς στα γέλια!
Γυρνούσες με τ' άλλα "ρεμάλια" στα στέκια του Παγκρατίου της εποχής. Λέντζος, Άλσος, μπιλιαρδάδικα, "ποδοσφαιράκια". Ο πατέρας προσπαθούσε να σε συνεφέρει, αλλά όλο σε δικαιολογούσε. Σε έγραφε σε διάφορες ιδιωτικές τεχνικές σχολές, αλλά όχι σε αυτήν που επιθυμούσες. Δεν ήθελε να παραδεχθεί την κλίση σου στα ηλεκτρολογικά. Κατσαβιδάκια θα σε κάνω; σου φώναζε κι είχε άδικο, ήταν πολύ αργά, όταν το κατάλαβε. Σε είχε καταστρέψει από ιδεοληψία και εγωϊσμό. Αμαρτίες γονέων. Δεν πτοήθηκες. Έστησες το εργαστήρι σου στο υπόγειο κι εκεί περνούσες τις νύχτες σου. Γιατί τις μέρες κοιμόσουν σχεδόν ως το μεσημέρι.
Σε λίγο, το συνηθίσαμε όλοι και κανείς δεν σου μιλούσε γι αυτό.
Ήσουν μεγάλο ταλέντο στα ηλεκτρονικά. . Είχες μάθει από το στρατό κι είχες σκαρώσει συστήματα παρακολούθησης των γειτόνων. Τόβρισκες πολύ διασκεδαστικό να κατασκοπεύεις τις ζωές των άλλων. Όσο για τη δική σου ζωή; "Εγώ είμαι "ντούκου" έλεγες. Δεν μου κόβει σαν τις αδερφές μου που σπουδάζουν. Κάποια στιγμή κι αφού εμείς φύγαμε από το σπίτι , ο πατέρας φρόντισε ν' αποκτήσεις το δικό σου μαγαζί , έτσι όπως το ήθελες, πούλαγες τηλεοράσεις, ηλεκτρονικά και είχες και εργαστήριο επισκευών.Σε έβαλε και σε κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα, αφήνοντας τη μητέρα απ' έξω. Έλεγες μεγάλα λόγια. Καμάρωνε ο πατέρας. " Εμείς οι ελεύθεροι επαγγελματίες, είμαστε οι στυλοβάτες της κοινωνίας. Όχι σαν κι εσάς τους χαραμοφάηδες Δημοσίους υπαλλήλους - κι έδειχνε εμάς- Που σας ταϊζουμε για να τεμπελιάζετε!" "Τους τσουβαλιάζεις όλους, δασκάλους, γιατρούς, νοσοκόμες, πυροσβέστες, " του φωνάζαμε, αλλά δεν άκουγε κουβέντα, Είμασταν ορκισμένοι εχθροί. Στα σπίτια μας ερχόσουν σπάνια. Βαριόσουν με τα οικογενειακά μας.
Όμως δεν τα κατάφερες με το μαγαζί. . Το πρωϊ αργούσες ν' ανοίξεις, είχες τα δικά σου ωράρια, ήσουν και ασυνεπής στις υποχρεώσεις σου, οι απλήρωτοι λογαριασμοί άρχισαν να συσσωρεύονται. Χρωστούσες παντού. Δεν παραδεχόσουν τα λάθη σου, έφταιγαν πάντα οι άλλοι. Ο πατέρας στενοχωριόταν. Ήταν και σε προχωρημένη πια ηλικία....Ένα μεσημέρι τόπαθε το εγκεφαλικό. Βρέθηκε στο πάτωμα και στο τραπέζι ανοικτά τα τραπεζικά βιβλιάρια. Οι κοινές καταθέσεις του με σένα που ήταν οι δικές του αποταμιεύσεις μιας ζωής, είχαν κάνει φτερά. Τις είχες πάρει για να καλύψεις τα χρέη σου χωρίς να τον ενημερώσεις και δεν το άντεξε! Σε μας ισχυρίστηκες πως θα τα επέστρεφες σύντομα, αργότερα ξέχασες ότι είδαμε στο τραπέζι τα άδεια βιβλιάρια, γιατί πάνω στον πανικό σου δεν είχες προλάβει να τα κρύψεις Τις επόμενες μέρες θα τις θυμόμαστε πάντα.. . Αρνιόσουν να δώσουμε τα ρούχα του, έστω να στρώσουμε το κρεββάτι του. Τα βράδια καθόσουν μόνος ως αργά με ένα κερί αναμμένο κι έλεγες ότι είσαστε μαζί, παρέα. . (Μάλλον σ' έτρωγαν οι τύψεις για τα βιβλιάρια, αλλά το θέμα αυτό θάφτηκε, δεν το ξανασυζήτησε κανείς, δεν είχε νόημα!! ) Στη Διαθήκη ήσουν ο γενικός κληρονόμος. Εμάς μας έλεγε να αρκεστούμε στη νόμιμη μοίρα , στην μητέρα άφηνε την επικαρπία από το...... γκρεμισμένο σπίτι του στο χωριό, κι εσύ όλα αυτά τα έβρισκες φυσιολογικά!!! Ε! δεν καταξοδεύτηκε κιόλας ο μακαρίτης , εμείς τα κορίτσια είμασταν φιλότιμα, αυτοδημιούργητα κι εργατικά από μικρά.
Το μαγαζί σου χάθηκε την ίδια εκείνη χρονιά. Ο " ευεργέτης σου" όπως έλεγες τον πατέρα μας σε είχε εξασφαλίσει. Με τη βοήθειά μας βρέθηκες με δύο μεγάλα διαμερίσματα , ( ήταν τότε της μόδας η αντιπαροχή), με τα ενοίκια και κάτι χαζοδουλιές , ας πούμε ότι τα κουτσοκατάφερνες. Μαζί με το μαγαζί , χάθηκε κι σχέση μας, αν ήταν ποτέ θερμή. Μας χώριζε η αναθεματισμένη " νόμιμη μοίρα" , καμιά φορά ο νόμος είναι πιο δίκαιος από τους ανθρώπους.
Αχ βρε μεγάλε αδερφέ.! Πόση ξεροκεφαλιά. Ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει 9μισυ μήνες απ' τη μέρα που έφυγες , δεν μπορώ να το πιστέψω. Πόση μεγάλη σημασία έδινες στα ντουβάρια και πόση λίγη στα αισθήματα! Μακάρι να μπορούσα να σου το βροντοφωνάξω , εκεί που είσαι , μακάρι να ήταν αλλιώς. Πέρασες τη ζωή σου χωρίς να χρειαστεί ν' αγωνιστείς, να παλέψεις γι' αυτό που αγαπάς. Προτιμούσες να είσαι διαρκώς θυμωμένος . γιατί τα ήθελες όλα εύκολα. Δεν έκανες οικογένεια γιατί δεν το επεδίωξες, να πώ καλύτερα πως δεν ήθελες να γίνει . Μόνο κατόπιν, όταν ήταν πια πολύ αργά κλαψούριζες, αλλά ήταν πραγματικά πολύ αργά. Και με τη μικρή την εικοσιτριάχρονη που την έστησες και ποτέ δεν πήγες στο ραντεβού να γνωρίσεις τους γονείς της κι αργότερα με την Αλεξάνδρα που κατάλαβες πόσο σπουδαία ήταν αφού έφυγε μετά τη σύντομη αρρώστια της. Έμεινε δίπλα σου 20 χρόνια και δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να σου πώ πόσο λίγο την υπολόγιζες. Μόνον όταν την έχασες κατάλαβες τι ήταν για σένα και από τότε, δηλ. τα τελευταία δύο χρόνια δεν συνήρθες ποτέ.
Ένιωθες συνεχώς αδικημένος, αλλά είχες εσύ ακέραιη την ευθύνη γι' αυτό. Εσύ ήσουν ο αρχιτέκτονας της ζωής σου, κι αποφάσισες να την περάσεις έτσι χωρίς πρόγραμμα. Όπως κάτσει .Ζωή ακύμαντη κι ανώφελη . Κανένα παιδικό χεράκι δεν σε χαϊδεψε μες τη νύχτα αν ξενυχτούσες δίπλα του γιατί είχε πυρετό, Δεν έδωσες , δεν πήρες, Κι όταν κάπου κάπου σε βλέπαμε, ιδίως τα τελευταία χρόνια που ζούσες μόνος, έκανες σαν χαζοθείος για τα ανήψια σου, μια που παιδιά δε είχες. Στην πραγματικότητα δεν μεγάλωσες ποτέ αφού δεν είχες ποτέ ευθύνη , ούτε καν του εαυτού σου γι αυτό και με τα παιδιά " την εύρισκες" καλύτερα. Καλαμπούριζες κι αστειευόσουν μαζί τους με το διαβολεμένο σου χιούμορ , κι ήσουν πραγματικά απολαυστικός όταν αυτοσαρκαζόσουν. Με λένε" άσωτο" κι "ανεπρόκοπο " έλεγες στα ανήψια σου κι αυτά σε λάτρευαν, Τον απροσάρμοστο θείο τους που έσβησε μόνος ξαφνικά από ανακοπή στον ύπνο του και κανείς δεν θα μάθει ποτέ πως ήταν οι τελευταίες στιγμές του. Αυτή την μικροαστική ασφάλεια και την οργανωμένη κανονικότητα που σνόμπαρες όταν ζούσες , ποιος ξέρει αν δεν την αποζήτησες λίγο πριν το μεγάλο ταξίδι!
Οι φίλοι σου ήρθαν όλοι να σε αποχαιρετήσουν . Παλιοί και καινούργιοι. Τούς χώριζαν ηλικιακά πολλά χρόνια. Οι καινούργιοι ήταν πολύ νέοι. Κι ήταν αυτοί που δεν ήθελαν να φύγουν στο τέλος, όταν η εκκλησία είχε πια αδειάσει. Παρέμεναν εκεί με δακρυσμένα μάτια σιωπηλοί και σαστισμένοι. Γιατί τι σχέση έχει ο θάνατος με τα νιάτα τους; Μέρες μετά βρήκα λευκά τριαντάφυλλα πάνω στο μνήμα σου Και ξαφνικά κατάλαβα πόσο άγνωστη μας ήταν η ζωή σου. Τελικά δεν ήσουν τόσο μόνος , όσο νόμιζες ! Είδες;;;;