Τον έλεγαν Σπίθα και τον αγαπούσα πολύ. Αλλά τον σκότωσα. Ένα μικρό, αδέσποτο κανελί γατάκι , που στούς λίγους μήνες της σύντομης ζωούλας του, το φροντίζαμε και το ταίζαμε όλοι στη γειτονιά. Μέχρι σήμερα το μεσημέρι. Δεν είχα κανένα προαίσθημα, κανένα σημάδι ότι θα γινόταν το κακό .Η γιαγιά ήρθε όπως πάντα στην ώρα της , ο Σπίθας την ακολουθούσε από μακριά, μπερδευόταν στα πόδια της κι αυτή φοβόταν μην τον πατήσει. Του είπα, μη χτυπιέσαι, θα φας και σύ το μερίδιό σου, όταν τηγανιστούν τα ψάρια. Δε θυμάμαι αν το χάιδεψα για τελευταία φορά. Γελάσαμε με τη γιαγιά και σχολιάσαμε πόσο έμοιαζε με τον Κανέλλο τον γάτο της γειτόνισσας , λες να είναι παιδί του; και μπήκαμε μέσα στο σπίτι. Ξαφνικά μου ήρθε φλασιά , πήρες εφημερίδα ρωτάω αυτόν που κοιμάται πλάι μου. Το ξέχασα μου λέει και φεύγω όλο φούρκα. Η γιαγιά δεν μπορεί χωρίς την εφημερίδα της. Και πάλι κανένα σήμα, καμία προειδοποίηση. μπήκα στ´ αμάξι, είχε μία υπέροχη , ανοιξιάτικη, ηλιόλουστη μέρα. Στο γυρισμό το ραδιόφωνο έπαιζε Μοσχολιού " αλλιώς το είχα φανταστεί κι αλλιώς το πράγμα μου προκύπτει " , τα λεπτά κυλούσαν αντίστροφα για το γατάκι.
Έξω από το σπίτι , δεν κατάλαβα πώς έγινε, πότε έγινε. Πότε βρέθηκε κάτω από τις ρόδες. Δεν ακούστηκε ήχος από φρενάρισμα, στρίγγλισμα, ή ουρλιαχτό. Στην τελευταία μανούβρα πριν μπώ στο γκαράζ , είδα πίσω μου το αποτρόπαιο θέαμα. Ο Σπίθας ανάσκελα να σφαδάζει στη μέση του δρόμου με το αίμα του να κυλάει ολομόναχος κι ανήμπορος, χτυπημένος στην πλατούλα του που τόσες φορές είχα χαϊδέψει. Όρμηξα στο σπίτι αλλόφρων , ανίκανη να γυρίσω πίσω να το ξαναδώ , να το βοηθήσω. Μέσα στο δωμάτιό μου είχε κολλήσει η βελόνα: Δεν φταίω, δεν το είδα, δεν το είδα, δεν το κατάλαβα, δεν το κατάλαβα, πότε πετάχτηκε, πώς πετάχτηκε. Εκείνος που κοιμάται πλάϊ μου, βγήκε έξω ψύχραιμος, ξαναμπήκε, ξαναβγήκε, κρατώντας μία πλαστική κίτρινη σακούλα του σούπερ μάρκετ . Κατάλαβα. Πέθανε.... Θα το πετάξεις;; Γύρισε σε κανένα μισάωρο, εγώ με το κινητό στ´ αυτί , ψάχνοντας να βρώ κάποιον να με παρηγορήσει.
Έλα έξω μου φώναξε , να ζητήσεις συγγνώμη από τη Μάγδα, κλαίει. Η Μάγδα... Δικό της ήταν;; Όχι , δεν ήταν δικό της , αλλά το τάϊζε και κλαίει.... Κι εγώ το τάϊζα. Και τ´ αγαπούσα. Και το χτύπησα. Άθελά μου. Όχι από απροσεξία. πετάχτηκε το χαζό ξαφνικά. Δεν κατάλαβα πότε. Να της ζητήσεις συγγνώμη. Τώρα, βγες, έξω είναι. Δεν μπορείς τώρα;; Τότε μία από τις επόμενες μέρες. Κλαίει.
Αυτός που κοιμάται πλάι μου , από εκείνη τη στιγμή δε μου μιλάει. θύμωσε , γιατί του είπα πώς όχι, δεν θα της ζητήσω συγγνώμη, γιατί ήταν ατύχημα, γιατί το γατί δεν ήταν δικό της , γιατί είμαι σε σοκ, γιατί δεν θέλω ποτέ πιά να ξαναφάω ψάρια, κι ούτε να ξαναταϊσω άλλα γατάκια , γιατί κι εγώ
έχω ανάγκη από παρηγοριά, γιατί δεν θέλω να δώ κανέναν. Αυτός που κοιμάται πλάι μου , αφού έφαγε τα ψαράκια του κι ήπιε τα κρασάκια του , τώρα διαβάζει την εφημερίδα του κι εγώ δαγκώνω τα σίδερα. Δε μπορεί, κάποια μέρα, θα ανακαλυφθεί η μηχανή του χρόνου , που μ´ ένα κλικ θα πατάς την άλλη επιλογή που θα λέει , δεν θα πάω τώρα για εφημερίδα, θα πάω το απόγευμα, που δεν θα υπάρχει γατάκι στο δρόμο , γιατί αφού θα έχει φάει τα ψαράκια του, θα χαλαρώνει αμέριμνο κάτω από τον ήλιο....