Βράδιαζε, όταν το POLO της Μαρίζας μπήκε στο χωριό. Στρίγκλισαν τα φρένα ,στην προσπάθειά της να μην χτυπήσει την καφετιά γάτα, που πετάχτηκε μπροστά στις ρόδες. Καμιά δεκαριά κεφάλια, απ´ την καφετέρια-καφενείο με την pop σκυλάδικη μουσική , γύρισαν απότομα προς το μέρος τους ,για να συνεχίσουν αμέσως μετά ότι έκαναν. Χαρτιά , τάβλι, κουτσομπολιό κι άλλα δημιουργικά της επαρχίας.Τα πέντε παιδιά της παρέας, "παιδιά " τριαντάρηδες , στριμωγμένα στο σπορ αυτοκινητάκι της Μαρίζας, ήρθαν στο χωριό της από την Αθήνα , για το Σαββατοκύριακο. Ένας ακόμα, που δεν χωρούσε στο αμάξι , θα καταφθάσει σε λίγο με το ΚΤΕΛ.
Το σπίτι κλειστό, σκοτεινό και κρύο. Άνοιξαν τα παράθυρα, μοσχοβόλησε ο χώρος θυμάρι και βασιλικό. Απλώθηκαν τριγύρω ακατάστατα τα σακ βουαγιάζ, γέμισε ο τόπος νιάτα ομορφιά γέλια. Το αγόρι της Μαρίζας , προσφέρθηκε να φτιάξει " καρμπονάρα" , υπήρχαν όλα τα χρειαζούμενα - είχαν φροντίσει οι γονείς - απλώθηκαν στον πάγκο , κατσαρόλες και τηγάνια, γκρίνιαζε η Μαρίζα για την ακαταστασία. Αμάν βρε Λεωνίδα ! Πρόσεξε και λίγο , τι τσαπατσούλης που είσαι!
Έκανε ψυχρούλα στη βεράντα, τελευταίες μέρες του Οκτώβρη, αλλά με το φαγητό και το κρασί, κανείς δεν κρύωνε. Ήταν μία ζωντανή, ολόδροση , ξένοιαστη παρεούλα, που ήρθε στην εξοχή να ξεκουραστεί. Να ξεκουραστεί από τί ; Αφού από τους έξι τους, οι δύο είχαν δουλειά , κι όχι μόνιμη και καλοπληρωμένη. Οι δύο που ήταν συνάδελφοι στην Εθνική Τράπεζα , συμβασιούχοι του οκτάμηνου, με αβέβαιη εξέλιξη και αβέβαιο μέλλον. Με πτυχία στα Οικονομικά , μεταπτυχιακά και ξένες γλώσσες. Οι υπόλοιποι, δύο πολιτικοί μηχανικοί , ένας αρχιτέκτονας, μία φιλόλογος όλοι άνεργοι . Νέοι άνθρωποι με όνειρα χωρίς αντίκρυσμα , με τσαλακωμένες προσδοκίες και σβησμένες ελπίδες . Κι όμως, διασκέδαζαν με ανεξήγητη ανεμελιά , η κάθε μέρα να φεύγει μετά την άλλη, όπως όπως κι όπως κάτσει. Παραίτηση χωρίς αγώνα, ήττα χωρίς μάχη. Σαν τα αδέσποτα του δρόμου με χρήματα που βρίσκουν από δώ κι από κει , κάτι οι συγγενείς, κάνα ιδιαίτερο μάθημα, κάνα ντιλίβερυ.Κι αν προκύψει καμία εκδρομούλα, καληώρα, που δεν χρειάζεται να πληρώσεις, γιατί όχι;
Κανόνισαν πώς θα κοιμηθούν. Το ζευγάρι στην κρεββατοκάμαρα , κι οι άλλοι, φίλοι από παλιά, όλοι μαζί αγόρια , κορίτσια σε καναπέδες και ράντζα. Τα γέλια και τα πειράγματα, κράτησαν ως αργά, λίγο πριν το χάραμα, ακόμα κι όταν έκλεισαν τα φώτα κι η μουσική σταμάτησε. Κανείς τους δεν ήταν προβληματισμένος, ή αγχωμένος, ή ανήσυχος για το μέλλον, Τώρα περνάμε καλά. Διασκεδάζουμε , χαβαλεδιάζουμε, η ζωή είναι ωραία. Αργότερα; Θα δούμε. Κάτι θα γίνει. Ως τώρα τα κανόνιζαν οι γονείς. Από εδώ και πέρα το κράτος. Δεν μπορεί. Θα φανεί ο σωτήρας , που θα τακτοποιήσει το Χρέος, τα μνημόνιο, τα δάνεια, την ανάπτυξη, το πρωτογενές πλεόνασμα. Άλλωστε,
είμαστε Ευρώπη. Δεν θα μας αφήσουν να πεινάσουμε.
Έτσι γλυκά, τους πήρε ο ύπνος. Μονάχα η Χαρούλα, στο βάθος , έμεινε να κοιτάζει ξάγρυπνη το ταβάνι. Είμαι 32. Αν του χρόνου δεν βρώ ιδιαίτερα; Πρέπει να ψάξω και για κάνα φροντιστήριο. Δεν βαριέσαι. Λίγα, όσα μου δώσει. Θα παντρευτώ; Μπά , δεν το βλέπω. Παιδί; Μάλλον όχι. Δεν βαριέσαι. Δεν με πήραν και τα χρόνια. Τι να φορέσω το πρωί; Θα κάνει κρύο; Και χασμουρήθηκε ενώ βασίλευαν τα καστανά μεγάλα μάτια της......