Απ’ τη βεράντα του εξοχικού των φίλων μου , χαζεύω στη θάλασσα και χαλαρώνω ,καθώς επεδίωξα να μείνω μόνη ,αυτό το πρωινό του Αυγούστου . Η ησυχία του μαγευτικού τοπίου, «στολίζεται» από το ατέλειωτο, μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών , το θριαμβευτικό ξελαρύγγιασμα του κόκκορα από το γειτονικό κοτέτσι, τα γέλια και τις φωνές των μικρών παιδιών ,που κολυμπούν λίγο πιο κάτω στην παραλία. Σ’ αυτό το μικρό νησάκι του Αιγαίου , που μόλις διακρίνεται στον χάρτη, τον τελευταίο παράδεισο , όπως τον λέω εγώ, που δεν έχει ακόμα αυτοκινητόδρομους, ούτε τουριστική ανάπτυξη, που έχει όμως δύο τρείς ταβέρνες, ένα μπαράκι, μία πιτσαρία που έφτιαξε ένας Ελληνοαμερικανός , από αυτούς που αφθονούν εδώ, μια κρεπερί, πολλά διερχόμενα ιστιοπλοικά και μια κοινωνία εκατό περίπου κατοίκων , που είναι πεντακόσιοι το καλοκαίρι, όπου συναντάς σε μικρογραφία , όσα γίνονται στην πολύβουη πρωτεύουσα. Μεγάλες αγάπες, παράνομους έρωτες, έχθρες και μίση ετών και ετών , οικονομικά συμφέροντα που διχάζουν τα άλλοτε αγαπημένα αδέρφια , ανίατες αρρώστιες που ταλαιπωρουν οικογένειες, βαριεστημένους γέρους και ανικανοποίητα νιάτα. Στην μικρή παραλία, που την περιφρουρούν δεξιά και αριστερά της, στις δύο άκρες, δυό παμπάλαιοι μύλοι, οι ντόπιοι, ζουν σαν να είναι σφικταγκαλιασμένοι και στεγνώνουν τους καημούς τους κάτω από τον καυτό ήλιο και την αρμύρα της θάλασσας. Ψαράδες οι περισσότεροι και παλιοί ναυτικοί, ξεδιπλώνουν τις αναμνήσεις τους με χαρά και συγκίνηση, στον πρόθυμο ξένο που τρελλαίνεται να τους ακούει, να μιλούν για μπάρκα και ταξίδια, για λιμάνια και καυτές γυναίκες , για καυγάδες, φουρτούνες και μαγκιές, όλα μεγαλοποιημένα και ωραιοποιημένα από την πατίνα του χρόνου. Τότε, τα βαριεστημένα μάτια τους ανοίγουν διάπλατα, οι κόρες διαστέλλονται , τα πρόσωπα λάμπουν, ζωντανεμένα ποιος ξέρει από ποιο μαγικό , αρχέγονο φως, που ταξίδεψε γι’ αυτούς μέσα στο χρόνο…. Κάθε σπίτι και μια ιστορία , κάθε αυλή ένας καημός.Οι γυναίκες τους, κρυμμένες μέσα στις κουζίνες τη μέρα, «σκάνε μύτη» μετά το σούρουπο, λίγο πριν αρχίσουν τα τούρκικα στην τηλεόραση, για να δουν κανέναν άνθρωπο, να κουτσομπολέψουνν,νομίζεις τότε, ότι ζωντανεύουν τα ήσυχα σπίτια. Στου κυρ Σάββα, η γυναίκα του η Πορτορικάνα, τότε, μερακλώνεται, βάζει τα λαικά τέρμα, το ουίσκι στο χέρι, σιγοτραγουδά και θυμάται την πατρίδα της. Νεαρή δεκαεξάχρονη , την «ψάρεψε» ο άντρας της πριν από τριάντα χρόνια, να παραδέρνει, πάμφτωχη, πανέμορφη και πεντάρφανη στο λιμάνι του Πουέρτο Ρίκο, κι όταν τον κοιτά στα μάτια, τα κρύα βράδια του χειμώνα, τον λατρεύει σαν τον Θεό σωτήρα της,που την έφερε να ζήσει σ’ αυτή τη γωνιά, στην άκρη της θάλασσας. Καμαρώνει τα παιδιά της, τα δυό της αγόρια που είναι ναυτικοί και το κορίτσι της που είναι φοιτήτρια, το καμάρι της, που της βγάζει γλώσσα, σε δύσκολα Ελληνικά , που η καημένη δεν καταλαβαίνει ,αλλά που απαιτεί από αυτό να επιστρέφει στο σπίτι νωρίς , όταν βραδιάσει , να δείχνει πειθαρχία και υπακοή, τις λίγες μέρες που περνούν εδώ μαζί το καλοκαίρι. Αναστενάζει η Πορτορικάνα , που δεν έχει ξαναδεί τους συγγενείς της από τότε που ήρθε, άραγε ζούν, πέθαναν; Αναστενάζει και βάζει πιο δυνατά τη μουσική…. Στο δίπλα σπίτι, κολλητά με το δικό τους , τα δυό ξαδέρφια τους, που ζυγίζουν μαζί 250 κιλά, που είναι κι αυτοί συνταξιούχοι ναυτικοί , έχουν φτιάξει ένα μικρό καρνάγιο, μπροστά στη θάλασσα, κι επισκευάζουν βάρκες και ψαροκάΪκα. Με τις μπλέ εργατικές φόρμες τους και τις τεράστιες κοιλιές τους, σαν δύο γιγάντιοι πιγκουίνοι, όλη μέρα κάτω από τις αρμυρίδες, περικυκλωμένοι από κάθε είδους εργαλεία και πολιά κουφάρια σκαφών ,πότε γελάνε και πότε βρίζονται, ενώ τα μάτια τους δεν παύουν να εποπτεύουν την περιοχή.Αν τους ρωτήσεις, ξέρουν ποιος ήρθε, πότε ήρθε , ποιος τσακώθηκε, με ποιόν και γιατί, άγρυπνοι φρουροί, ακούραστοι φύλακες και πληροφοριοδότες. Ασχολούνται με το τι κάνουν οι άλλοι , ενώ τα δικά τους δεν τα βλέπουν.Τρείς κόρες έχει ο ένας, η μια με δύο μωρά στα είκοσί της, που της «φύτεψε» ένας νεαρός Ρουμάνος, κανείς δε ν πήρε είδηση πότε τον έβλεπε, και κανείς δεν ξέρει, που να βρίσκεται τώρα.Τη μέρα, η μάνα κλειδώνεται με τα μωρά στο σπίτι, κοιμούνται ως το μεσημέρι,, τα βράδια όμως….Τα κορίτσια ξεσαλώνουν, ακους γέλια, τραγούδια, μουσικές, κλάμματα, φωνές, κάνουν πρόβες τις αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις- φορέματα και τακούνια, κακή απομίμηση των «πρωινατζούδων» προσπαθούν να αντιγράψουν τις ζωές που δεν θα ζήσουν….Κορίτσια στον καιρό τους , που δεν συνέχισαν το σχολείο μετά το δημοτικό, γιατί έπρεπε να περνούν με το καΪκι κάθε μέρα απέναντι στη στεριά για να πάνε στο γυμνάσιο,, βαριά ταλαιπωρία, έπρεπε να διαβάζουν, να είναι σε πρόγραμμα, άσε , καλύτερα στο σπίτι να περιμένεις το γαμπρό . Μα ο γαμπρός ,δεν φαίνεται σ’ αυτό το τόσο μικρό μέρος, κι έτσι ανακουφίζουν τους πόθους τους με κανέναν ξένο που ξεμένει εδώ τους χειμώνες….Μαζί με τα δύο μωρά, παρέα με την τηλεόραση, με την ψεύτικη, εικονική πραγματικότητα, όσο βλέπουν και ζηλεύουν τις αδύνατες παρουσιάστριες, τόσο τρώνε με πάθος κι όλο παχαίνουν και παχαίνουν….. Παραδίπλα,ο κυρ Σταύρος, παλιός μάγειρας - σε ποντοπόρα πλοία-, τι άλλο; ισχνός και αποστεωμένος, με τίποτα δεν υποψιάζεσαι ότι κάποτε η μαγειρική ήταν η ζωή του, με τα άσπρα του μαλλιά και τα πυρετώδη μάτια του , άλλος ένας φύλακας του χωριού, αφού κοιμάται ελάχιστες ώρες, τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες , αυτός , έξω σ΄ένα ραντζάκι , μπροστά στο κατώφλι, να κοιμάται τον ύπνο του λαγού, όταν δεν έχει πάει με τη βάρκα του για ψάρεμα …..Όταν τον ρωτούν πως πήγε η ψαριά, έλα μωρέ, λέει τίποτα σχεδόν, μην τον ματιάσουν , όλη μέρα ξεματιάζεται. Αυτός ο φαινομενικά καλοκάγαθος άνθρωπος, στην πραγματικότητα είναι ένας μικρός τύραννος για τις τρείς κόρες του που τις έχει κλείσει μέσα στο σπίτι , και τώρα που πέρασαν πια τα σαράντα τους, έχουν σχεδόν παραλοΪσει ,αθόρυβες μαραμένες σκιές, που κοιτάζουν τι συμβαίνει έξω , πίσω από τις γρίλιες των παραθύρων. Μόνη συντροφιά τους οι γάτες τους, το κύμα που σκάει μπροστά στην πόρτα τους, άλλοτε απαλό παραπονιάρικο μουρμούρισμα και άλλοτε απειλητικό, εχθρικό κάλεσμα, και η ταλαίπωρη μάνα τους, αχτένιστη, λιπόσαρκη, άβουλη φιγούρα-αερικό, που από τα χρόνια και την απεριόριστη υποταγή στον πατέρα αφέντη, καμπούριασε και κοιτάζει συνεχώς το πάτωμα, αμίλητη και πάντα απασχολημένη. Κι εκείνος ο κοσμογυρισμένος, που ξέρει να διηγείται ιστορίες, να πίνει και να γελάει, να κομπάζει και να καμαρώνει για τον άλλο του γιό από τον πρώτο του γάμο που ζεί στην Αθήνα, που είναι έξυπνος, όμορφος και του μοιάζει, που θα του τ’ αφήσει όλα σαν κλείσει τα μάτια, αφού είναι η συνέχειά του και τ’ αξίζει, κι ούτε λέξη γι’ αυτές εδώ τις άμοιρες γυναίκες !! Έχει έναν κακό λόγο για όλους, να τους κρίνει, να τους δικάσει,να βγάλει το άχτι του, για τ’ ασυγχώρητα δικά του λάθη, που δεν θα τα παραδεχθεί ποτέ. Πόσες φορές, τα κρύα βράδια του χειμώνα, όταν χουχουλιάζω στο ζεστό μου κρεββάτι κι έξω λυσσομανά ο αέρας,σκέπτομαι με φρίκη, πώς τη βγάζουν οι τέσσερις δόλιες γυναίκες σ’ αυτό το μικρό δίπατο σπίτι , που παραδέρνει , θαλασσοδαρμένο καράβι στ’ άγρια κύματα!! Κοιμούνται λέει στο πάνω πάτωμα, γιατί κάποιες μέρες μεγάλης κακοκαιρίας, το ισόγειο γεμίζει από νερά, φύκια και όστρακα. Μ’ έχει συνεπάρει αυτή η μικρή κοινωνία του πανέμορφου νησιού και δεν μπορώ να σταματήσω. Έχω δεί τόσα πολλά ακόμα.!! Αόρατος παρατηρητής, στις περίεργες ζωές τους…. Και τι να πείς για το πιο πίσω σπίτι, που τα πράγματα είναι πιο «πολιτισμένα». Εδώ , κατοικοεδρεύει η γυναίκα του καπετάνιου, η κυρά Σάσα, εμείς την αποκαλούμε «η χοντρή» τροφαντή και ζουμπουρλούδικη πενηντάρα, με τα προκλητικά στενά μπλουζάκια της, που τονίζουν το πλούσιο μπούστο της, τα μαύρα της κολάν ,που μέσα σ’ αυτά, ασφυκτιούν και πνίγονται τα παχουλά της μπούτια, τα χαϊμαλιά και τα τεράστια χρωματιστά σκουλαρίκια, με τη «γουρούνα» της για τις μετακινήσεις της. Η κυρία είναι πάντα σε τρελά κέφια, κι απίστευτη ζωντάνια! Ο καπετάνιος της, ταξιδεύει συνεχώς , για να προλαβαίνει τις ατέλειωτες απαιτήσεις της , η κόρη της ακολούθησε την αγάπη της κι έφυγε μακριά, κι έτσι, το πεδίο είναι ελεύθερο για δράση και ξεσάλωμα! Αντιλαλούν τα λαϊκά στη διαπασών τα απογεύματα,, έχει κολητηλίκια και με τη μάνα της Ασπασίας (μιας σοβαρής κομμώτριας στην Αθήνα) , από απέναντι, μιας εβδομηντάρας , τι να κάνουμε, άτι μας βρέθηκε,που την έχει ντύσει στο ίδιο στυλ, τις μέρες κοιμούνται ως αργά, τις νύχτες ανεβοκατεβαίνουν το δρόμο πάνω κάτω με τη γουρούνα, σαν αφηνιασμένες δεκαεξάχρονες!! Ο καπετάνιος, ψάχνει τα πράγματά του, γιατί κυκλοφορούν και πρόθυμοι για γλέντια νεαρούληδες άφραγκοι, Αλβανοί, κι αν μάλιστα το χρήμα ρέει… Τον περσινό Σεπτέμβρη ήταν , που εμφανίστηκε ξαφνικά ο καπετάνιος, κι είδε τον χρυσό του σταυρό, να λάμπει, στο λαιμό ενός Αλβανού, οι δύο αντίζηλοι πιαστήκανε στα χέρια, είδαν κι έπαθαν να τους χωρίσουν, ο νεαρός έλεγε ότι τον σταυρό τον βρήκε στην άμμο, η καπετάνισσα είχε λουφάξει και δεν έβγαζε άχνα, το χωριό χασκογελούσε…. Κανείς δεν πλήττει εδώ , αφού υπάρχουν τα παθήματα των άλλων…. Γελάω κι εγώ, τώρα που το θυμάμαι, μα, για μιια στιγμή , ποιος με φωνάζει; Ά, είναι η καημένη η γιαγιά η γειτόνισσα εκατό χρονών, που έρχεται , κούτσα, κούτσα. Ας κατέβω να δω…. ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΣΕ ΛΙΓΟ…!!!………………………………………………………………… Νάμαι πάλι πίσω, καλά αυτό που έγινε, ήταν το καλύτερο!! Η γιαγιά, με πέρασε για άλλη, για ώρα πολλή της εξηγούσα, πως δεν είμαι αυτή που νομίζει και τότε , αρχίζει να μου διηγείται την ιστορία της. Είναι κι αυτή χήρα ναυτικού, καλά εδώ πέρα ,μπορείς να βάλεις στοίχημα, τι δουλειά κάνει κάποιος και να το κερδίσεις, έχει λοιπόν ,τέσσερις κόρες ( κι αυτή;) και τρείς συντάξεις, μία λόγω γήρατος, μία λόγω πολυτεκνίας, και μία λόγω ανάπηρου παιδιού, γιατί η τέταρτη κόρη η καημένη, είναι δύσμορφη και με βαριά νοητική καθυστέρηση, ένα μικρό ζωάκι που κυλιέται στο πάτωμα, θα είναι πάνω από πενήντα χρονών τώρα πια, που ζεί χάρη στη φροντίδα και την αγάπη αυτής της γιαγιάς. Καλά, τι άλλο θα δούν τα μάτια μου, σ’ αυτόν τον μικρό τόπο. Ένα Κωσταλέξι, λίγα μέτρα πιο κάτω από μένα…Η γιαγιά , σκουπίζει τα δάκριά της και με πιάνει από το χέρι. Ποιος θα το φροντίζει το καημένο, σαν εγώ φύγω; Αχ να μην το πετάξουν σε κανένα ίδρυμα! Τι τους κάνει, το άτυχο; Μια ζωούλα είναι και να δείς , πως με γνωρίζει και μου γελάει! Μόνο σε μένα γελάει, καταλαβαίνει το δόλιο, ποιος το αγαπάει…Πίστεψέ με κοπέλα μου, μου λέει μέσα στα κλάμματά της , αυτό τ’ αγαπάω πιο πολύ από τα’ άλλα μου παιδιά, κι ας είναι έτσι! Πάνω που είμαι έτοιμη να αρχίσω να κλαίω κι εγώ, ξαφνικά η γιαγια το γυρίζει. Αυτή η γαΪδούρα η κόρη μου , λέει και δείχνει κατά το χωριό, κακό χρόνο νάχει, μου θύμωσε και δεν πατάει εδώ να μας δεί, γιατί έδωσα ένα κομπόδεμα, κάτι λεφτά που είχα μαζέψει, στην ανηψιά μου, από την άλλη μου κόρη, που μου είπε πως θα φροντίσει το μαύρο, το ανάπηρο, λες κι αυτή , η κακό χρόνο να ‘χει, δεν πήρε τόση περιουσία από μένα… Το σπίτι που μένει, ποιός της το ‘δωσε παρακαλώ; Περιμένει η κακούργα να πεθάνω, αλλά εγώ πρώτη ,θα πιώ τον πικρό καφέ της, και, η γιαγιά , αρχίζει ένα τρελλό γέλιο!!! Τραντάζεται ολόκληρη, τη χαιδεύω στον ώμο κι αρχίζω να γελάω κι εγώ..Μα είνσι τόσο παράλογο, ποιος Ιονέσκο να βρεθεί να το περιγράψει……Τέλος πάντων, αφου γελάσαμε και γελάσαμε με τη γιαγιά, ξεκολλήσαμε επί τέλους κι έφυγα…………………………. Σήμερα, μια άλλη μέρα, ξημέρωσε ο Θεός, τα τζιτζίκια στο έργο τους, τα κοκοράκια επίσης, απολαμβάνω τον καφέ μου στη βεράντα, πριν ξυπνήσουν οι άλλοι, η γιαγιά , η αιωνόβια γιαγιά, η γειτόνισσα ,από δίπλα, πρωϊνή πρωϊνή, ακούγεται να κελαηδάει, μου υποσχέθηκε χθές πως δεν σκοπεύει να πεθάνει, έχει υποχρεώσεις, άλλωστε δεν πρόκειται να την αφήσουν και οι άλλοι, τρείς συντάξεις βλέπεις, έτσι τις περιφρονείς; Χθές βράδυ, τρώγαμε τις γαρίδες μας στην ταβέρνα «η ψαροπούλα» , ήταν μια πανέμορφη βραδιά με πανσέληνο, η πρώτη πανσέληνος του Αυγούστου, αφού η άλλη είναι προς το τέλος του μήνα, το κυματάκι έσκαγε στα πόδια μας, ένα απαλό αεράκι μας δρόσιζε, κι εμείς και δύο τρείς ακόμα παρέες, κυρίως από φλύαρους Ιταλούς, που είχαν κατεβεί από τα αραγμένα ιστιοπλοϊκά, είμαστε οι τυχεροί, στο σωστό μέρος, τη σωστή ώρα! Απολαμβάναμε την παγωμένη μπύρα μας δίπλα στου φεγγαριού την ανταύγεια, όταν έσκασε μύτη τρέχοντας προς εμάς, ο μπάρμπα Θύμιος, με το ποτήρι του στο χέρι, κοντούλης, ολοστρόγγυλος και καλωσυνάτος. Ο γαμπρός της γιαγιάς, της γειτόνισσας, μου είπαν, ο άντρας της μεγάλης της κόρης, που ζουν μαζί. Παλιός μάγειρας στα πλοία - τι προτότυπο!- τώρα είναι ο «σεφ » της «ψαροπούλας»!! ( παρεπιπτόντως, τη γυναίκα του την είδα το πρωί να παίρνει το θαλάσσιο λουτρό της μαζί με την αδερφή της, δύο νεράΪδες, με τις ρόμπες- μαγιό- τους, τεράστιες πάπιες, να πλατσουράνε στα ρηχά με τα φουστάνια τους να επιπλέουν σαν σαμπρέλες, χο, χο!!!) . Για πότε γίναμε κολλητοί με τον μπάρμπα, μπύρα τη μπύρα, τι συνταγές μου είπε, τι κόλπα να ταϊσεις 150 άτομα, και να είναι και πεντανόστιμα, έπρεπε να έρθω στην άκρη του πουθενά, για να μάθω, πώς διακοσμείς ένα ποτήρι σαμπάνιας με γαρίδες, κοκτεϊλ σως, και φύλλα σαλάτας και έχεις ένα σουπερ ορντερβρ! Όταν τον ρώτησα ,πως είναι στο νησί τον χειμώνα, τα μάτια του άστραψαν, πολύ πιο ωραία, μου είπε, πίνω τέσσερα, πέντε ουίσκι μέχρι το μεσημέρι στο καφενείο, καμια δεκαριά μπύρες το απόγευμα, ψαρεύω με τη βάρκα, έχω το περιβόλι και τα ζωντανά, μια χαρά μια χαρά. Σε φτάνει η σύνταξη για όλα αυτά μπάρμπα Θύμιο; Ισα ίσα με φτάνει για τα ποτά μου,μου αποκρίνεται και βάζει τα γέλια. Τη γριά να μην είχα να με πρήζει, εγώ, την κόρη της παντρεύτηκα, όχι του λόγου της, που μου χτυπά με τη μαγκούρα της την πόρτα μες τη νύχτα, και με κατατρομάζει…Ξέρεις τι άξιος νοικοκύρης είμαι εγώ; Εγώ που με βλέπεις, από τα δεκαεπτά μου στα καράβια, τρία σπίτια έχω χτίσει ,στο οικόπεδο που ήταν του πατέρα μου , ο βλάκας, και μου το ‘ταζε, θα μου το γράψει , δεν θα μου το γράψει, τους το χάρισα και μ’ έχασαν για πάντα, στις αδερφές μου, που να χουν το διάολο εκεί που είναι, άρχιζε να βρίζει ο παππούς, που αποδείχθηκε καθόλου καλοκάγαθος! Άρον άρον, με πήραν από κει , γιατί ο παππούς, είχε πάρει φόρα και ποιος ξέρει τι άλλο θ’ ακούγαμε!! Σταματάω , γιατί η γιαγιά που είναι ερωτευμένη με τον «άρχοντα», του σπιτιού που με φιλοξενεί, αυτή τη στιγμή, φωνάζει με όλη της τη δύναμη και πρέπει να ειδοποιήσω!!!! Θέλει πάλι, να του δώσει τα χόρτα, που μάζεψε με τα χεράκια της, καθαρισμένα και πλυμμένα… Για τους υπέροχους και φιλόξενους φίλους μου, θα γράψω άλλη φορά , για να μη γίνω κουραστική !!! Δεν έχω ακόμα μιλήσει για την άλλη πλευρά του νησιού, την πλευρά του λιμανιού, εκεί που κάθε βράδυ αράζουν τα δεκάδες ιστιοπλοΪκά. Ένας άλλος κόσμος, πραγματική έκπληξη!!! Η βόλτα εκεί μετα το ηλιοβασίλεμα είναι συναρπαστική εμπειρία, ν’ ακούς να μιλούν τόσες γλώσσες, ηλιοκαμμένοι ταξιδιώτες που συναντήθηκαν για ένα βράδυ, να φάνε ,να πιούν –κυρίως να πιούν- και ν’ανταλλάξουν γνώμες ,σε ποια παραλία ήταν αξέχαστα, πού έφαγαν το τέλειο ψάρι. Ποιος ξέρει πόσα ειδύλλια να γεννήθηκαν, που μάλλον θα σβήσουν με το τέλους του καλοκαιριού, όταν όλοι επιστέψουν στη σκληρή ,μονότονη και απαιτητική καθημερινότητα στην πατρίδα τους .Και χαμογελούν τα ευτιχισμένα πρόσωπα, έτσι κοκκινισμένα από τον καυτό ήλιο του Αιγαίου και αστράφτουν τα φλογισμένα μάτια , ευλογημένη ξενοιασιά των διακοπών, υπέροχη, εφήμερη και ακόρεστη, όπως όλα τα ωραία!!!! Μα ποιο ευτυχισμένη απ’ όλους είναι η Κάρολ, η κατάξανθη Σκανδιναυή με τα αχυρένια μαλλιά, που έχει στήσει το φορητό μαγαζάκι της με τα χειροποίητα κοσμήματα, κοντά στα μακρόστενα σε σειρές σειρές, τραπέζια , πιάνει την κουβέντα με όλους, ένα είδος αξιοθέατου του νησιού, με το αγοράκι της ένα σγουρό κοκκινομάλλικο Μόγλη με τα μακριά του μαλλιά στους ώμους ,να παίζει πιο πέρα, ξυπόλυτο και ευτιχισμένο. Είχε έρθει εδώ η Σκανδιναυή για διακοπές πριν από χρόνια, είδε ένα παλληκάρι του νησιού ,να καλπάζει πάνω σ’ ένα καμαρωτό άλογο,αυτό ήταν , έμεινε για πάντα , να ζεί δίπλα στο κύμα,με λίγα, τα απαραίτητα, τους σκληρούς, μοναχικούς χειμώνες και τα πανέμορφα καλοκαίρια. Αυτό έψαχνε. Τον τελευταίο παράδεισο!!!!
ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ : Τα πρόσωπα αυτά δεν θα τα συναντήσετε. Βρίσκονται στη φαντασία μου………..
ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ : Τα πρόσωπα αυτά δεν θα τα συναντήσετε. Βρίσκονται στη φαντασία μου………..